Έργο του Γιώργη Δήμου |
Τον
Απρίλη του 1941 και αφού οι επίσημες αρχές παρέδωσαν τα κλειδιά του ελληνικού
κράτους στους χιτλερικούς εισβολείς, οι κομμουνιστές πολιτικοί εξόριστοι στον
Αη Στράτη ζητούν από την ελληνική φρουρά που τους κρατάει περιορισμένους να
τους αφήσει ελεύθερους να πολεμήσουν για τη λευτεριά της πατρίδας. Ο διοικητής
της φρουράς Κουσκούσης τους παραπλανά δήθεν πως το αίτημά τους έγινε δεκτό και
τους καλεί στην πλατεία του χωριού για να συζητήσουν τα διαδικαστικά της
αποχώρησης από το νησί. Όταν
οι εξόριστοι συγκεντρώθηκαν άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό με το περίστροφό του,
έχοντας δίπλα του το πρωτοπαλίκαρό του Ντουντουλάκη, δίνοντας το σύνθημα και στους υπόλοιπους
χωροφύλακες. Ακολουθούν καταιγιστικά πυρά. Από τις σφαίρες των συνεργατών των
καταχτητών τραυματίζονται θανάσιμα οι Νίκος Παπαδάτος, τσαγκάρης απ' την Αθήνα,
Παναγιώτης Πέπας, σταφιδοπαραγωγός από τη Μεσσηνία και Κώστας Σκυτούδης, σπουδαστής απ' το Βόλο. Υπήρξαν
επίσης και πολλοί τραυματίες. Οι ζωντανοί παραδόθηκαν στη συνέχεια από τους «Έλληνες»
δημίους τους στους Γερμανούς καταχτητές.
Ο Κώστας Μπόσης πολιτικός εξόριστος ο ίδιος στον Αη Στράτη από καιρό,
βρίσκεται ανάμεσα σε όσους τρέχουν να προφυλαχτούν από τις δολοφονικές σφαίρες.
Κλείνεται στο ίδιο σπίτι με τους τρεις βαριά τραυματισμένους και μαζί με άλλους
συντρόφους του προσπαθούν να τους κρατήσουν στη ζωή. Στο βιβλίο του «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941» περιγράφει με
συγκλονιστικό τρόπο την δολοφονική επίθεση των χωροφυλάκων και τις τελευταίες
στιγμές των τριών ηρώων κομμουνιστών.
"Απρίλης
1941. Οι Ούννοι πλημμυρίζανε τη χώρα μας. Ο βασιλιάς μας κι οι αρχόντοι μας,
αγκαλιά με το χρυσάφι —το αίμα του ελληνικού λαού— τραβούσανε για την Αίγυπτο.
Οι ντόπιοι φασίστες παραδίνανε στους ξένους. Παραδόσανε τούς δρόμους και τα
γεφύρια άθιχτα, τα εργοστάσια και τα λιμάνια με τους εργάτες, τις αποθήκες
γεμάτες τρόφιμα και ρούχα, τον κρατικό μηχανισμό και τους χαφιέδες, τους
φυλακισμένους και τους εξόριστους. Τη μέρα που οι Γερμανοί μπήκανε στην Αθήνα η
Ασφάλεια έπιασε το δικηγόρο και διανοούμενο Λαζανά και τον έστειλε στον Άη
Στράτη. Αργότερα τον τουφεκίσανε στου «Παύλου Μελά» στη Σαλονίκη.
Εμείς
κλεισμένοι στο νησί. Το μπαρούτι της καταστροφής μας έφτασε. Ομάδες-ομάδες
φαντάροι απ' το μέτωπο και πρόσφυγες περνούσανε. Καΐκια και καΐκια αρμενίζανε.
Άλλα έπιαναν στο νησί κι άλλα περνούσανε στ' ανοιχτά. Η ομάδα ανήσυχη. Κάτι
έπρεπε να γίνει. Οι Γερμανοί φτάσανε στη Λήμνο. Ένα θεόρατο καΐκι λικνιζότανε
στο λιμάνι και μας προκαλούσε. Πέρα μακριά η στεριά χωρίς σίδερα. Εκεί η ζωή κι
ο αγώνας. Πίσω ερχόνταν οι Γερμανοί. Δε χωρούσε συζήτηση. Έπρεπε να φύγουμε. Η
συζήτηση δυο-δυο στα κρυφά και στα μισοφανερά στο δρόμο, στην πλατεία, τους θαλάμους
έδινε κι έπαιρνε. Στα χαμένα το Γραφείο πάσκιζε να τη σταματήσει. Οι
θερμόαιμοι, οι ανυπόμονοι κι οι φραξιονιστές φωνάζανε: «Δυναμική λύση». Το
Γραφείο προσπαθούσε να 'ρθει σε συνεννόηση με την αστυνομία. Ο εχθρός
παραμόνευε, μάζευε, έστρωνε σχέδια, ετοιμαζότανε. Στις 26 το πρωί μια επιτροπή
πήγε στον αστυνόμο, τον κ. Κουσκούση, στο σπίτι του για να συνεννοηθούν για να
φύγουμε μαζί. Αυτός συμφώνησε. Κατά τις δέκα άλλη επιτροπή πήγε στην αστυνομία
για να κανονίσουν τις λεπτομέρειες του... ταξιδιού. Επικεφαλής ήτανε ο
Ρεμπούτσικας. Σκοπός στην αστυνομία ήτανε ο χωροφύλακας Ντουντουλάκης.
Σαν
έφτασε η επιτροπή σ' απόσταση πέντε μέτρων ο σκοπός σήκωσε το τουφέκι και
σημάδεψε. Κάποιος από δίπλα του έσπρωξε το τουφέκι κι η σφαίρα έφυγε στον αέρα.
Η σφαίρα μαρτύρησε τις προθέσεις. Το Γραφείο έστειλε ένα παλιό συνταξιούχο
ενωματάρχη για να διορθώσει τα πράγματα. Το τι είπε αυτός κανένας δεν ξέρει. Η
κατοπινή του διαγωγή μας έδειξε πως είπε να χτυπήσει στο ψαχνό. Η πλατεία είναι
στο λιμανάκι. Στη δύση είναι η θάλασσα. Το μάκρος πάνω κάτω 25 μέτρα. Το φάρδος
10-12. Στο βοριά σχεδόν ήτανε το τελωνείο. Στη γωνιά του αρχίζουν δυο δρομάκια
που ανεβαίνουν. Στη σειρά ήταν εφτά σπίτια. Το έκτο το είχαμε εμείς
νοικιασμένο. Μετά το έβδομο αρχίζει δρομάκι. 'Ερχεται ένα καφενείο, άλλος
δρόμος, άλλο καφενείο, άλλος δρόμος, δυο καφενεία κι ύστερα η θάλασσα. Τα
σπίτια κλείνανε την πλατειούλα που έμοιαζε σαν πέταλο. Το τελευταίο δρομάκι
προς την ανατολή, σε πέντε βήματα απ' την πλατεία έκανε μια στροφή. Ακριβώς στη
στροφή ήτανε ο ασύρματος.
Στην
πόρτα του τελευταίου καθόμουνα εγώ, ο Πραβίτης, ο Βασιλόπουλος, κι ο Σκυτούδης.
Απ' όξω απ' το έκτο σπίτι, που είχαμε το ταμείο, καθότανε ο Παπαδάτος. Στην
πλατεία έκανε βόλτα ο Πέπας κι ο Πετρόπουλος. Κανονίζανε τα έξοδα του ταξιδιού,
και κάμποσοι σύντροφοι συζητούσανε. Κατά τις 12 φέρανε σκοπό στον ασύρματο το
Ντουντουλάκη. Στις 12.12' ο Κουσκούσης έφυγε απ' το σπίτι του που ήταν πιο πέρα
απ' το τελωνείο, κι οπλισμένος κι ανάμεσα σε δυο χωροφύλακες, οπλισμένους κι
αυτούς, έσκισε την πλατεία στη μέση. Μόλις έφτασε κοντά στον ασύρματο, χτύπησε
συναγερμός. Κίνδυνος βομβαρδισμού ποτέ δεν υπήρχε στον Αη Στράτη, κι όχι τότε που
οι Γερμανοί είχανε φτάσει στην Αθήνα. Το έκανε επίτηδες για να μας κλείσει στα
σπίτια. Τρέξαμε να κρυφτούμε. Οι περισσότεροι στοιβάχτηκαν στην πόρτα του
ταμείου για να μπουν. Ο Κουσκούσης, που πήγαινε προς τον ασύρματο, έκανε
μεταβολή κι έβγαλε το πιστόλι.
Ο
χωροφύλακας φώναξε: «Γρήγορα. Τσακιστείτε. Ακόμα; Άντε Παπαδάτο». «Καλά θα
μπούμε», είπε ο Παπαδάτος. «Βλέπεις, η πόρτα δε χωράει άλλους». Χωρίς άλλη
διαδικασία άρχισαν οι πυροβολισμοί. Έριχνε ο Κουσκούσης κι ο Ντουντουλάκης. Την
ίδια στιγμή γενικεύτηκαν οι πυροβολισμοί. Ρίχνανε στους κήπους μας. Ρίχνανε
στους θαλάμους. Ρίχνανε πάνω στους μύλους. Ρίχνανε στο ύψωμα τ' Αγίου Μηνά.
'Οπου βλέπανε κίνηση δική μας. Από νωρίς είχανε επισημάνει μερικές τοποθεσίες,
είχανε μοιράσει σε διάφορα μέρη τους εξοπλισμένους και μόλις δόθηκε το σύνθημα
άρχισε η επίθεση. Είχανε, εκτός απ' τους χωροφύλακες, μερικούς φαντάρους που
φτάσανε απ' τη Λήμνο και μερικούς πεζοναύτες του χωριού. Για την ιστορία αναφέρνω
το Γ. Ποθητό και το Σιγάλα. Είχανε κι ένα πολυβόλο. Ο Σκυτούδης μπροστά κι εγώ
πίσω μπήκαμε στο ταμείο. Ο Σκυτούδης έγειρε και ξάπλωσε μπρούμυτα στο
πλακόστρωτο του υπόγειου (ούτε υπόγειο, ούτε ισόγειο ήτανε). Ο Παπαδάτος ήτανε
ξαπλωμένος. Στο βάθος, πάνω σε κάτι βαρέλια και παλιοπράγματα ήτανε
κουβαριασμένος ο Πέπας και βογκούσε. Στη σκάλα φώναζε ο Φίλιος. Σκηνές φρίκης
και μεγαλείου. Αίματα, βογκητά, κατάρες και ζητωκραυγές.
«Ζήτω
η επανάσταση!» «Εκδίκηση!» «Θάνατος στους δολοφόνους!». Όσοι μπήκανε στο
ταμείο, απ' το φόβο τα χάσανε. Αντί να μείνουν στο ισόγειο, που ήτανε πιο
ασφαλισμένοι, τραβήξανε στα πάνω πατώματα. Εκεί ο κίνδυνος απ' τα παράθυρα κι
απ' τον καλαμένιο τοίχο ήτανε μεγάλος. Πάνω στη σύγχυση κανένας δεν το
σκέφτηκε. Κάτω μείνανε οι λαβωμένοι κι ο Πραβίτης. Κείνοι βογκούσανε και
φωνάζανε: «Ωχ, ωχ. Το αίμα πιάστε. Το αίμα, σύντροφοι. Νερό. Νερό!»
—Σύντροφε,
Τέλη! φώναξε ο Σκντυύδης. 'Ελα πιάσε μου το αίμα. Τρέχει. Δωσ' μου λίγο νερό,
αίσχος! Τι τους φταίξαμε! Κρεμάλα. Δώσ' μου λίγο νερό. Μια στάλα, καίγουμαι. Ο
Πραβίτης τράβηξε σε μια γωνιά. 'Εψαξε σ' ένα παλιοκάλαθο και βρήκε κάτι
κουρέλια άπλυτα και μια παλιοπετσέτα. Γύρισε το νεολαίο Σκυτούδη. Έψαξε. Είχε
τραύμα τυφλό. Η σφαίρα είχε μπει πίσω στο γλουτό κι έμεινε κάπου κει στα
γεννητικά όργανα. Έβαλε πάνω την πετσέτα. Την κράτησε. Την πίεσε. Μόλις την
άφηνε λίγο το αίμα έτρεχε. Ο λαβωμένης πονούσε. Βογκούσε.
—'Ελα,
Τέλη. 'Ελα, σύντροφέ μου, έλεγε. Τρίψε με εδώ στην κοιλιά. 'Ετσι μπράβο.
Ξαλάφρωσα. Πιο κάτω. Πιο δυνατά. Δώσ' μου λίγο νερό. Μια σταγόνα. Καίγουμαι.
—Δεν
κάνει.
—Δεν
κάνει; Καλά. Αφού είναι έτσι μη μου δίνεις. Τρίψε με. Σταμάτα το αίμα.
Δίπλα
του ήτανε ξαπλωμένος ο Παπαδάτος. Ανάμεσά τους έγινε μια λιμνούλα αίμα. Κείνος
ήτανε ήσυχος. Πότε-πότε μόνο βογκούσε.
—'Ελα
σε μένα, σύντροφε, φώναξε. Σιάξε με λίγο. Σταμάτα το αίμα. Θα πεθάνω από
αιμορραγία. Κρυώνω, σκέπασέ με. Δώσ' μου ένα προσκέφαλο.
Ο
Πραβίτης κρατούσε στην αγκαλιά του το Σκυτούδη. Τον άφησε στις πλάκες και πήγε
στον Παπαδάτο. Κείνος είχε ένα τραύμα στον καρπό του χεριού. Εκεί που ενώνεται
με το μπράτσο. Κι ένα ακόμα. Στο δεύτερο η σφαίρα μπήκε από πίσω απ' τη
σπονδυλική στήλη, λίγο πιο κάτω απ' τα νεφρά (ακρίβειες δε θυμάμαι καλά) και
βγήκε στην κοιλιά. Λίγο πιο κάτω απ' τον αφαλό. Το αίμα έτρεχε κι απ' τις δυο
μπάντες. Περσότερο —έτσι νομίζω— απ' την κοιλιά. Το τραύμα ήτανε σοβαρό. Μα ο
Παπαδάτος ήτανε ήσυχος. Αυτό ξεγέλασε τον Πραβίτη. Του 'σιαξε το χέρι. Έβαλε
κάτι κουρέλια στις πληγές. Τον σκέπασε με μια κουβέρτα και του είπε:
—Συ
δεν έχεις τίποτα το σοβαρό. Σύχασε. Οι άλλοι είναι χειρότερα. Και γύρισε στο Σκυτούδη.
Κείνος έβγαλε αφρούς απ' το στόμα. Δε μιλούσε. Ούτε βογκούσε. «Πάει! πέθανε», ψιθύρισε.
Την ίδια στιγμή ο Πέπας απ' το βάθος φώναξε:
—Σύντροφε!
Έλα και σε μένα. Το αίμα τρέχει. Θα πεθάνω. 'Ετρεξε. Ήτανε κουβαριασμένος.
Μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς έτρεξε να κρυφτεί στο βάθος. Η σφαίρα πέρασε
ξυστά τη μισανοιγμένη εξώπορτα, τρύπησε τη σκάλα και βρήκε τον Πέπα στο βάθος.
Μπήκε από πίσω, κοντά στη σπονδυλική στήλη, αριστερά —νομίζω— και βγήκε στο
στήθος, κοντά στο βυζί. 'Οπως ανάσαινε η πληγή έκανε χρρρ, χρρρ.
Ο
Πραβίτης είδε πως με τις γνώσεις του και τα κουρέλια δουλειά δε γινότανε. Οι
σύντροφοι κινδύνευαν. Ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα. Στην πλατεία ήτανε μερικοί
χωρικοί. Ο Ντουντουλάκης μιλούσε στον Κουσκούση. Έδινε αναφορά! «Το λιγότερο
δέκα, σκοτωμένοι και τραυματίες», είπε. Έκανε απολογισμό δουλειάς. Κι ασφαλώς θα
ήτανε ικανοποιημένος.
—Για
τ' άνομα τον Θεού! φώναξε ο Πραβίτης. Τρεις άνθρωποι κινδυνεύουν. 'Ενα γιατρό.
Αφήστε να φέρουμε ένα γιατρό.
—Έβγα
π…η στο παράθυρο να σου δώσω εγώ γιατρό (φοβότανε μην αστοχήσει και χάσει τη
σφαίρα).
Ο
σύντροφος γύρισε στους λαβωμένους. Ο Σκυτούδης ξανάρθε στη ζωή. Βογκούσε και
ζητούσε νερό. Το ίδιο, ο Παπαδάτος. Το ίδιο ο Πέπας. Κατέβηκε στο υπόγειο κι ο
Μπισδίκης. Οι δύο σύντροφοι πάσκιζαν στα χαμένα να σταματήσουν την αιμορραγία.
Τους κρατούσαν στην αγκαλιά, τούς χάιδευαν. Τους μιλούσαν γλυκά, παρηγορητικά.
Μα η ζωή έσβηνε σιγά-σιγά. Έφευγε. Κλείσαμε την οξώπορτα από μέσα. Πήραμε τους
συντρόφους, έναν-έναν, σε μια κουβέρτα και τους ανεβάσαμε. Το Σκυτούδη και τον
Παπαδάτο στο δεύτερο πάτωμα. Τον Πέπα στο τρίτο.
—Μια
στάλα νερό! παρακαλούσε ο Σκυτούδης. Μια γουλιά, να βρέξω τη γλώσσα μου. Καίγουμαι.
—Βρε
Κώστα! Δεν κάνει παιδί μου.
—Καλά,
μη μου δίνετε αφού δεν κάνει. Τρίψε με λίγο. Πονάω. Το αίμα τρέχει. Το νιώθω.
Λίγο νερό. Πονάω. Το αίμα... Ζητάω να πάρετε το αίμα πίσω... Ζήτω η
επανάσταση... Μανούλα μου...! Σε λίγο ξεψύχησε ο νεολαίος.
Ο
Παπαδάτος άρχισε να χάνει εμετό. Αίματα και φαγητά μαζί. Σε λίγο ήρθανε οι
γιατροί. Η Κούσκου της ομάδας κι ένα κάθαρμα Χαραλαμπίδης, γιατρός του χωριού.
Μας είπανε πως δεν υπάρχει σωτηρία. Και τότε τους ποτίσαμε και τους χορτάσαμε
νεράκι. Δεύτερος πέθανε ο Παπαδάτος. Τα τελευταία λόγια του ήτανε: «Μπροστά!
πάντα μπροστά! ψηλά τη σημαία του Κόμματος, σύντροφοι!»
Ο
Πέπας χαροπάλεψε ως το βράδυ σχεδόν. Σαν ένιωσε τα στερνά του, μας φώναξε κοντά
του.
—Είμαι
απ' τα Μινάγια της Μεσσηνίας, μας είπε. Γράφτε στους δικούς μου το μαντάτο. Στο
σακάκι έχω λεφτά. Χρωστάω στην καντίνα και στο Βαγγελάρα. Να τα δώσετε.
Σύντροφοι, σας χαιρετάω. Σας εύχομαι καλή λευτεριά. Σε μένα έλαχε ο κλήρος να
μη δω με τα μάτια μου ό,τι ονειρεύτηκα από τότε που ένιωσα τον κόσμο. Ελάτε να
σας φιλήσω. Μας φίλησε όλους. Στον τελευταίο έμεινε αναίσθητος. Ψιθύρισε λίγα
λόγια κομμένα και σιγά-σιγά έσβησε. Έτσι οι τρεις βαριά τραυματισμένοι πέθαναν.
Έμεινε ο Φίλιος που είχε ελαφρό τραύμα στον πισινό. Στο δεύτερο πάτωμα, απ' την
πίσω μεριά, εκεί κάπου, είχαμε άλλο θάλαμο —με τ' όνομα παράνο-μο— που έβγαινε
σ' άλλο σοκάκι. Ο Δοξάκης άρχισε να χτυπάει τον τοίχο πότε δω, πότε κει. Οι
σύντροφοι μας απαντήσανε από κει με τον ίδιο τρόπο. Μ' ένα σίδερο ανοίξαμε μια
τρύπα κι επικοινωνήσαμε με τους άλλους. Απ' αυτούς μάθαμε πως είχαμε δυο
τραυματισμένους ακόμα. Τον καινούργιο πολύ βαριά, και τον Τσοτρίδη ελαφριά.
Αμπαρώσαμε
καλά την εξώπορτα, βάλαμε τους πεθαμένους συντρόφους δίπλα-δίπλα, τούς
σκεπάσαμε και το σούρουπο ένας-ένας περάσαμε στον άλλο θάλαμο Κι από κει κρυφά
φύγαμε για άλλους θαλάμους (θαλάμους λέγαμε τα σπίτια πού είχαμε νοικιασμένα).
Μείναμε κλεισμένοι ως τη Δευτέρα που ήρθανε οι Γερμανοί. Η αστυνομία
παρατάχτηκε στην αμμουδιά, οι χωροφύλακες παρουσιάσανε όπλα κι ο Κουσκούσης
έδωσε αναφορά. Ύστερα μας παραδώσανε κανονικά στους Γερμανούς, κι αυτοί
κρίνοντας απ' την τελευταία τους πράξη -μας τουφεκίσανε γιατί θέλαμε να
φύγούμε, είπανε- τούς θεωρήσανε έμπιστους κι άφησαν τους ίδιους να μας φυλάνε.
Κι αυτοί με χαρά αναλάβανε. Η δουλειά η ίδια. Μόνο τ' αφεντικά άλλαξαν. Κι όχι
στην ουσία. Μόνα στο χρώμα και στο όνομα."
(Απόσπασμα
από το βιβλίο του Κώστα Μπόση «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, Η μάχη της πείνας των πολιτικών
εξόριστων στα 1941».)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου