Σελίδες

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

«Ο καϊκτσής» Θανάσης Στράντζαλης – Η απόδραση των πολιτικών εξορίστων του Αη Στράτη στα 1943, μέσα από το διήγημα του Κώστα Μπόση



Θανάσης Στράντζαλης

Τον Ιούνη του 1943 με απόφαση και φροντίδα του Μακεδονικού Γραφείου του Κομμουνιστικό Κόμματος Ελλάδας - ΚΚΕ, τη συμβολή του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού – ΕΛΑΝ, με τη συμμετοχή των καπετάνιων Θανάση Στράντζαλη και Νίκου Χουρμούζη, οργανώνεται η απόδραση των πολιτικών εξόριστων από τον Αη Στράτη, όσων κατάφεραν να γλιτώσουν από τον μαρτυρικό θάνατο από πείνα κατά τη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς. Καθοριστικό ρόλο στην απόδραση έπαιξε ο Θανάσης Στράντζαλης, καπετάνιος του πλοιαρίου με το οποίο δραπέτευσε η ομάδα των εξορίστων, παλιός εξόριστος και ο ίδιος στο νησί του μαρτυρίου. Ανάμεσα στους δραπέτες και ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), ο οποίος στο διήγημά του «ο καϊκτσής» που γράφτηκε για τον φίλο και σύντροφό του Θανάση Στράντζαλη, περιγράφει τις σκηνές της απόδρασης. Ήταν νύχτα της 17ης Ιούνη του 1943...

Ο καϊκτσής

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Σ αυτά τα χρόνια άλαξε η μορφή του πλανήτη μας. Κι ωστόσο ανάλακτη μένει στη μνήμη μου η μορφή του Θανάση: Ψηλός, με μικρή καμπούρα, κόκινος με γαλανά μάτια, σαν τον ξάστερο ουρανό της πατρίδας μας, και με κείνο το εκνευριστικό, το βασανιστικό «γκουχ-γκουχ». Κάποτε έκανε απόπειρα να φύγει απ την εξορία μ άλλους δυο. Στ ανοιχτά τους έπιασε θαλασσοταραχή κι έσπασε ή σαπιόβαρκα. Έτσι αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω, καταμουσκεμένοι, κι απ την πούντα, που κόντεψε να τον στείλει στον τάφο, του έμειναν τα βρογχικά.

Γλυκό απόγιομα του θεριστή. Το νησί πράσινο καφετί και χρυσοκίτρινες πινελιές τα κριθάρια στις πλαγιές. Ο ουρανός πράος - γαλανός και θυμωμένη η θάλασα. Έξι μέρες τη δέρνει φουρτούνα δυνατή από κείνες, που ξεσπούν κάποτε τα καλοκαίρια. Καθόμαστε όξω απ το θάλαμο της θυσίας. (Το χειμώνα του 41-42 η Γκεσταπό και η Ελληνική Αστυνομία έκλεισαν στο παλιό σχολιό του χωριού τους εξόριστους του Αη - Στράτη. Κι επειδή εκεί μέσα πέθαναν οι περισότεροι, το κτίριο πήρε το όνομα: θάλαμος τής θυσίας). Μιάζαμε (με) αρώστους, πού μόλις βγήκαν απ το νοσοκομείο, και δύσκολα παίρνουν απάνω τους. Είκοσι μήνες είχαμε να φάμε ψωμάκι. Ό,τι καταφέρναμε να αγοράσουμε, ό,τι μαζεύαμε απ τους κήπους...ό,τι μας έστελναν απόξω τα φυλάγαμε για το χειμώνα, να μη μας βρει ξανά η φριχτή τραγωδία τής πείνας, και στο καζάνι βάζαμε για φαί λίγο αλεύρι, κανένα όσπριο ή λαχανικά.

Ο Πρόκας -πάντα αισιόδοξος- ανέβηκε σ ένα κούτσουρο, έβαλε το χέρι αντήλιο, και κοίταξε πέρα μακρυά, κατά τον Όλυμπο... «Γέμισαν τα βουνά αντάρτες: Η μισή Ουκρανία λευτερώθηκε. Όπου και νά-ναι!...».

Ο Μπάμπης ο Κουσοβίτσας κάθονταν στην πόρτα του μαγειριού, ακουμπώντας τις πλάτες του στο θυροστόμι. Έβγαλε απ την τσέπη του γιλέκου ένα «τριτάκι«, έσχισε με προσοχή το τσιγαρόχαρτο, στούπωσε με το δάκτυλό του καπνό στο βάθος του τσιμπουκιού και τ άναψε. Τράβηξε μια ρουφηξιά κι έσπρωξε το πέτσινο καπέλο προς τα πάνω με μια κίνηση αργή.

-Στην Αλωνίκη βρέθηκε ένα καΐκι χαλασμένο. Αν μας στήσουν καμιά προβοκάτσια;!...

Στο ζυγό, πάνω απ το χωριό της Αστυνομίας, φάνηκε κάποιος. Κάθησε σε μια πέτρα, καραούλισε καμιά δεκαριά λεφτά κι ύστερα άρχισε να κατεβαίνει, ακολουθώντας το μονοπάτι, που έρχεται απ το ύψωμα του Κερατά. Περπατούσε σκυφτά και πότε-πότε έβηχε. Την ώρα που έφτασε στη ρεματιά και πήγε να περάσει το ξερολάγγαδο, έπεσε απάνω σε μια κοπέλα του χωριού. Κόντεψε το βήμα, έβγαλε τσιγάρο και, σκύβοντας στη χούφτα του, το άναψε. Τράβηξε μια-δυο ρουφηξιές, τη μια πάνω στην άλλη, κι αφήνοντας μια πυκνή τούφα καπνού, προσπέρασε, χωρίς να της μιλήσει.

- Καϊκτσή! Τι πουλάς;
- Λάδι.
- Πόσο;
- Δεν το δίνω με λεφτά. Το αλάζω με κριθάρι.
- Δεν πάμε σπίτι να κουβεντιάσουμε;
- Αργότερα. Θα μείνω, ώσπου να μπουνατσάρει.

Κείνη άνοιξε την πόρτα του κήπου της κι, αφού τον κοίταξε λίγο απ τις πλάτες με μια ματιά στοχαστική, μπήκε μέσα.

Ο Καϊκτσής ήπιε νερό στο κεντρικό πηγάδι του χωριού και, προχωρώντας καμιά δεκαπενταριά βήματα, στάθηκε. Ακούμπησε στον τοίχο κι έριξε μια ματιά θλιμένη.

Ο παλιός φούρνος της ομάδας ανοιχτός και κοντά στο παραθύρι ένα δεμάτι αστιβιές περιμένει το Σιντό Καλή, το φούρναρη, που είχε πεθάνει πριν ένα χρόνο και μισό, να ψήσει το ψωμί. Το μισό μαγειριό γκρεμισμένο, τα λουτρά παρατημένα, ένα τσίγκινο πιάτο σκαλωμένο στη διχάλα τής συκιάς, ένα στραβό παπούτσι, πεταμένο στο χαντάκι, μια πίπα καρυδένια, μπηγμένη στον τοίχο... Όξω απ την καντίνα έβοσκαν δυο αρνιά και στη γωνιά ένας σκύλος, ξαπλωμένος, τίναζε τ αυτί να διώξει τις μυίγες. Οι εξόριστοι; Πού είχαν πάει; Εδώ, παλιότερα, δεν σταματούσε η κίνηση ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Στο φαί, στις συγκεντρώσεις και τις γιορτές ήταν εποχές, που μαζεύονταν και 500 άνθρωποι. Τώρα;! Σήκωσε ασυναίσθητα το κεφάλι. Τα δυο εκλησάκια τ Αη-Γιάννη και του  Αγίου Μηνά με τα νεκροταφεία τους ασπρίζουν στις κοντινές κορφές. Έφερε το χέρι στο κούτελο, σαν να ήθελε να διώξει τις άσχημες σκέψεις, κάτι μουρμούρισε και ξεκίνησε πάλι.

Πέρασε δίπλα μας, χωρίς να μας χαιρετήσει, χωρίς να μας κοιτάξει. Κατέβασε το τσουβάλι, που το είχε στην πλάτη, και μπήκε στη διαχείρηση. Τα ρούχα του ήταν λερωμένα από λάδια κι ένας επίδεσμος έκρυβε το μισό του πρόσωπο. Σ ένα τέταρτο, το πολύ 20 λεφτά, βγήκε από μέσα ο Καρακώστας και στο κατόπι ο Καζάκος. Ο ένας τράβηξε για τα χωράφια, ο άλλος κατέβηκε στους κήπους. Ο Κουσουβίτσας έριξε μια ματιά στον Πρόκα.

- Πάντα, μωρέ Μπάμπη, το κακό βάζεις με το νου σου, τον αποπήρε κείνος. Εγώ σου λέω, πως ήρθε να πουλήσει λάδι, σιτάρι... Πού ξέρεις;
- Και γιατί ο Καρακώστας και ο Καζάκος ήταν κατακίτρινοι;
- Ο κόσμος όξω πολεμάει με το όπλο στο χέρι κι εμείς; Σαν τ αρνιά του χασάπη κλεισμένοι στο μαντρί, αναστέναξε ο Φιλίδης απ την Ήπειρο.
- Κι εδώ πόλεμος είναι, συμπλήρωσε ο Τοκαλής.
Μετά ειδοποίησαν να μαζευτούν στον Κεντρικό θάλαμο. Ήρθαν κι οι γυναίκες, ήρθαν κι οι φυματικοί. Και πόσοι είμασταν; Μια χούφτα. Καμιά εξηνταριά είχαμε μείνει. Καθήσαμε στα κρεβάτια και περιμέναμε, χωρίς να μιλάει κανένας. Πάνω στα κεφάλια μας φτερούγιζε ο κίνδυνος και πλάκωσε τις ψυχές μας σα μολυβένια πέτρα. Κείνον τον καιρό οι Χιτλερικοί, όταν τους χτυπούσε ο ΕΛΑΣ, για ένα απλό σαμποτάζ, ή και χωρίς αιτία, έπαιρναν φυλακισμένους και εξόριστους και τους τουφέκαγαν. Κι ο Αη-Στράτης δεν έμεινε απόξω. Πρόσφερε το μερτικό του και σ αυτό το θυσιαστήριο.

Ο Πρόκας ξανά. Για να σπάσει τον πάγο, άρχισε συζήτηση για τον Κόκινο Στρατό. Τον βοήθησαν κι άλλοι δυό, μα η κουβέντα δεν έστρωνε.

Ο Γραμματέας μπήκε απ την πόρτα του υπογείου. Ανέβηκε τη μικρή σκάλα και στάθηκε μπροστά μας. Όλοι προσέξαμε, πως το σβυσμένο τσιγάρο έτρεμε στο χέρι του. Κατάπιε το σάλιο, σκύβοντας, σα να πονούσε ο λαιμός του, κι ανεβοκατέβηκε το καρύδι. Έβρεξε τα στεγνά χείλη με τη γλώσα, έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα.

- Σύντροφοι!
Με δυσκολία βγήκε η φωνή κι ήταν τραχιά, ξερή, τρεμουλιαστή.
- Μα τι έπαθα; μουρμούρισε. Δώστε-μου λίγο νερό.
Τώρα σιγουρευτήκαμε πια. Η προφητεία του Μπάμπη βγήκε αληθινή. Μόνο ποιοι θά είχαν σειρά. «Καλύτερα όλοι μαζί», ψιθύρισε κάποιος στις πλάτες μου. «Διαφορετικά και για κείνους...και για τους άλλους, που θα μείνουν...».

Ο Γραμματέας ήπιε νερό, άναψε το τσιγάρο και χαμογέλασε μ έναν τρόπο κρύο.

- Σύντροφοι! είπε ξανά. Ύστερα από απόφαση του Κόμματος θα δραπετεύσουμε.

Ούτε ένας ψίθυρος, ούτε μια κίνηση, ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα δάκρυ. Τίποτε! Θες η είδηση ήταν μεγάλη και δεν τη χωρούσε η καρδιά, θες η πηγή της συγκίνησης είχε στερέψει, κανένας δε σάλεψε.

- Να βάλετε τα καινουργότερα ρούχα, όσοι έχετε, κι από μέσα να φορέσετε δυο αλαξιές. Προσέχτε. Ν αποφύγουμε κάθε περιτή κίνηση. Να ετοιμαστούμε, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Αν μας πάρουν είδηση...αφορμή θέλουν.

Χωριστήκαμε σε ομάδες, κι όταν σκοτίδιασε καλά, ξεκινήσαμε -κάθε δέκα λεφτά και μια ομάδα- για τον Αη-Δημήτρη. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε και πιο πολύ οι γυναίκες. Κάθε λίγο και λιγάκι έπρεπε να καθήσουν, για να πάρουν μιαν ανάσα. Σηκώναμε στις πλάτες και τα παιδιά, το Γιαννάκη, και το Μανωλάκη. Ήταν ένα φλόκαρο, μα εμείς δεν είμασταν πιο γεροί.

Ο μουντζουρωμένος Καϊκτσής, αφού βεβαιώθηκε, πως όλα έγιναν με τάξη και ακρίβεια, ξεκίνησε τελευταίος. Σε μια ραχούλα τρεμόσβηνε φωτιά. Ζύγωσε. Δυο τσομπανόπουλα έψηναν καβούρια σε μια παλιοκαραβάνα και στην πλαγιά, απ την άλλη πάντα, έβοσκε ένα κοπάδι πρόβατα.
- Γειά-σας, ωρέ!
Εκείνα γύρισαν, φοβισμένα.
- Με γνωρίζετε; Ποιός είμαι;
Στο μεταξύ είχε βγάλει τον επίδεσμο και είχε πλυθεί. Κείνα συνήρθαν γρήγορα και χαμογέλασαν.
- Ο Στράνζαλους! Ο Στράντζαλους!

Ο Θανάσης ο Στράντζαλης είχε κάνει χρόνια εξόριστος στο νησί και ήταν υπεύθυνος για τις εξωτερικές δουλιές της Ομάδας. Πήγαινε στα χωράφια, έμπαινε στα σπίτια μοναχός, αν δεν έβρισκε τούς νοικοκυραίους, ζύγιαζε, φόρτωνε τα γαϊδούρια κι απ τη μια ράχη φώναζε στην άλλη: «Ε ε ε ε ε! ! Αριστείδη! Πήρα 30 οκάδες κριθάρι κι είκοσι κουκιά». «Καλά, Στράντζαλου, καλά!».

- Εδώ πίσω έχω ένα υποβρύχιο, θέλετε να σας πάρω στην Αιγυπτο;
- Όχι! Όχι! Στράντζαλου, άρχισαν τα κλαψουρίσματα.
- Τότε, να μην πήτε σε κανένα τίποτα.
- Όχι! δεν θα πούμε. Μη μας παίρνεις.

Δυο μέρες αργότερα, όταν η Αστυνομία ειδοποίησε με βάρκα τη Λήμνο κι ήρθε η Γκεσταπό κι άρχισε να δέρνει στο σωρό και να απειλεί, πως θα κρεμάσει και θα κάψει, τα δυο παιδιά μαρτύρησαν στους γονείς τους. Το χαμπέρι πέταξε από στόμα σε στόμα κι έφτασε στ αυτιά της κοπέλας, που είχε ανταμώσει στο δρόμο τον κεφαλοδεμένο Καϊκτσή. Έτσι διαδόθηκε, πως ήρθε ο Στράντζαλης με υποβρύχιο και τους πήρε στην Αίγυπτο. Οι αρχές πήγαν και παρεκάλεσαν τους γερμανούς και γλύτωσε τό χωριό.

Ξαπλώσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον σα σαρδέλες, άπλωσαν ένα πανί από πάνω, αποχαιρετήσαμε τη σκληρή ζωή της έξορίας και τους νεκρούς συντρόφους και ξεκινήσαμε. Το καΐκι χοροπηδούσε και τα κύματα, χτυπώντας με ορμή στο κατάστρωμα, μας κουκούλωσαν. Μα κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν παραπονέθηκε και, πιστεύω, πως και κανένας δε φοβήθηκε.

Ξημερώσαμε μακριά. Πίσω μας είχε χαθεί το νησί. Μπροστά μας το Άγιο Όρος όλο και ζύγωνε. Η θάλασα, κουρασμένη απ το πάλαιμα μιας βδομάδας, άρχισε να πέφτει και τ απόγιομα αποκοιμήθηκε ήσυχα. Ένα αεροπλάνο πέρασε ψηλά και κατά το νοτιά, στον πρώτο κάβο, φάνηκε ένα καΐκι.
- Αν είναι το καταδιωκτικό! μουρμούρισε κάποιος, πού ήταν ξαπλωμένος στην άκρη.
- Μπορεί να είναι κανένα μαυραγορίτικο, απάντησε ο διπλανός, σηκώνοντας λίγο το πανί να δεί.
- Κατά πού έχει πλώρη;
- Δεν φαίνεται σημαία;
- Είναι μακριά, ρωτούσαν οι μεσαίοι.
Ο Θανάσης πέρασε ανάμεσα, προσέχοντας μη μας πατήσει.
- Ησυχία, σύντροφοι! Δεν είναι τίποτα.
Έστησε το πολυβόλο στην πρύμνη, το καμουφλάρισε με το σακάκι του και ξάπλωσε μες το νερό, βάζοντας το χέρι στην σκαντάλη. Το καΐκι, μόλις πέρασε τον κάβο, ξανοίχτηκε, έκανε μικρή στροφή και τράβηξε βόριο-ανατολικά.

* * *

Ανταμώσαμε ένα χρόνο αργότερα στη Σαλονίκη. Η Συνδιάσκεψη της Επιτροπής Πόλης του Κόμματος έγινε κάπου εκεί ανάμεσα στην Αγία Τριάδα και Παπάφη σ ένα σπίτι μοναχικό, που είχε μεγάλη αυλή μπροστά, τριγυρισμένη μέ μαντρότοιχο. Τη δεύτερη μέρα, κατά το μεσημέρι, ακούστηκαν χτύποι στην αυλόπορτα. Κείνη την ώρα ο δεύτερος Γραμματέας τής οργάνωσης έκανε κριτική στό Στράντζαλη: «Έτσι, σ. Θανάση. Καλή είναι η παλληκαριά, αλλά, άμα ξεπερνάει ορισμένα όρια, γίνεται απερισκεψία. Γυρίζεις στους δρόμους μέρα - μεσημέρι. Είσαι οπλισμένος, μ όλο που έχεις καλή ταυτότητα. Tι θα κάνεις, αν πέσεις σε τυχαίο μπλόκ; Σε γνωρίζουν οι καλύτεροι χαφιέδες: Ο Παπάς, ο Γραμματικόπουλος...».

Οι χτύποι, όλο και πιο δυνατοί, δευτέρωσαν, τρίτωσαν... Παγώσαμε. Να πιάσει η Γκεσταπό όλο το κομματικά απαράτ!...

Έγινε ένα μικρό διάλειμα κι ακούστηκαν οι χτύποι στον τοίχο τώρα, στην κρεβατοκάμαρα, απ το μέρος του δρόμου. Σταμάτησαν οι ανάσες μας.  Ο Θανάσης ήρεμος, μασώντας κάτι να πνίξει το βήχα, σηκώθηκε. Μας έκανε νόημα να ξαπλώσουμε στο πάτωμα, αν συμβεί τίποτα, και πήγε στη γωνιά. Άνοιξε δυο βαλίτζες και δίνοντας ένα αυτόματο στον  Ορέστη το Μακρίδη, του έδειξε το παράθυρο της κουζίνας κι αυτός με το άλλο έπιασε την πόρτα, που έβλεπε στην αυλή...

* * *

Τον αντάμωσα και στην απελευθέρωση, όταν μπήκε ο ΕΛΑΣ στη Σαλονίκη.  Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και κλάψαμε, όπως έκανε όλος ο κόσμος, γνωστοί και άγνωστοι, κείνες τις μέρες.

- Πάμε στο σπίτι, μου πρότεινε. Θα σου πω και θα σου δείξω τι κέρδισα απ τον αγώνα. Δυο πράματα, π αξίζουν θησαυρούς.

Ανεβήκαμε στις Συκές. Φάγαμε κι ήπιαμε. Μου μίλησε για την πατρίδα του τη Στρούνιζα (Ανατολ. Θράκη), για τα παιδικά του χρόνια, την ΟΚΝΕ, το Κόμμα, τις φυλακές, τις εξορίες, με λίγα λόγια για τη ζωή του. Μα για τον ένα θησαυρό - για τον άλλο θησαυρό δε χρειάζονταν να τον ρωτήξω - ούτε λέξη και μ έτρωγε η περιέργεια.

- Τι μου υποσχέθηκες; τον σκούντισα.

Γέλασε και τον έπιασε δυνατός βήχας. Όταν πέρασε η κρίση, με το ένα χέρι σφούγγισε τα δάκρυα και τα σάλια και με το άλλο μου έδειξε τη γυναίκα του, τη Μαρίκα Βασιλειάδου. Φυσικά ήταν καλοφτιαγμένη, γεροδεμένη, μ αυτός δεν ενοούσε το κορμί της κι εγώ δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. «Κάθε άντρας, είπα μέσα μου, όταν έχει γυναίκα όμορφη και την αγαπάει...». Ωστόσο!... Το 1947 δούλευε παράνομα στην οργάνωση της Σαλονίκης και την έπιασε η Ασφάλεια. Λέξη δεν της ξέφυγε στα μεσαιωνικά βασανιστήρια, αντίκρυσε το Στρατοδικείο λεβέντικα και στάθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα με ανοιχτά τα μάτια.

* * *

Η λευτεριά κρύφτηκε ξανά στά ιερά κόκαλα των ηρώων μας. Ο αγώνας μας χώρισε πάλι και για κάμποσο καιρό δεν ήξερα τι απόγινε ο Θανάσης. Κύλισαν άλλα πέντε χρόνια κι άξαφνα ήρθε το μαντάτο. Στη Σαλονίκη, που τόσο την είχε αγαπήσει, στους δρόμους της, όπου τόσα χρόνια είχε παλαίψει, έδωσε την τελευταία μάχη κι έκλεισε το γύρο της ζωής του τίμια, περίφανα.

* * *

Μιά μικρούλα κουκίδα στην κορδέλα της αιωνιότητας είναι τα χρόνια, που πέρασαν από κείνο το γλυκό δειλινό τού θεριστή, όταν, καθισμένοι όξω απ το θάλαμο τής θυσίας, μιλούσαμε για τον αγώνα. Κι όμως, πόσα δεν έγιναν μέσα στην στιγμούλα αυτή!!...  Απ τους πάγους και τις τούντρες του βοριά ως τις σκεπασμένες με εληές και αμπέλια δαντελωτές αχτές της  Αδριατικής, από τον ένα ωκεανό στον άλλο διαφεντεύει το γέλιο και η χαρά. Εκατομμύρια σκλάβοι έσπασαν τις αλυσίδες. Απ όλες τις γωνιές του πλανήτη μας κουβαλούν υλικά και χτίζουν το πανώριο παλάτι της ειρήνης και της ευτυχίας. Και μέσα στην αδιάκοπη αυτή ροή, όπου όλα παίρνουν καινούργια ψυχή, καινούργια μορφή, ανάλαχτη μένει στη μνήμη μου η μορφή του Θανάση. Κι αν καμιά φορά στο στροβίλισμα του χρόνου καθήσει απάνω της κανένα λεπτούτσικο στρώμα λήθης, φτάνει ένα απλό γεγονός - μια απόδραση από κάποια φυλακή, το χαροπάλαιμα μιας ομάδας ναυτικών με μια βάρκα στον Ειρηνικό...- και πετιέται φρέσκη - ολοζώντανη μπροστά μου: Ψηλός με καμπουρίτσα, κόκινος με γαλανά μάτια, με κείνο το βασανιστικό «γκουχ-γκουχ » και την καρδιά τη γεμάτη απλότητα, παληκαριά κι αγάπη.

Από το βιβλίο του ΚΩΣΤΑ ΜΠΟΣΗ «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ», Αθήνα 1978.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου