Στους Μελάτες των Τζουμέρκων Άρτας διαδραματίστηκε
το συγκλονιστικό χρονικό της σφαγής δεκάδων ανταρτών του Αρχηγείου Τζουμέρκων,
που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, το Πάσχα του 1947, από τον κυβερνητικό στρατό και
τις παρακρατικές συμμορίες της περιοχής, και παρά τον Διεθνή Νόμο περί σεβασμού
των αιχμαλώτων, τον οποίο είχαν αποδεχτεί όλα τα πολιτισμένα έθνη, μεταξύ αυτών
και η χώρα μας, οι αιχμάλωτοι αντάρτες μας του ΔΣΕ σφαγιάστηκαν συγκλονίζοντας
ολόκληρη την περιοχή.
Οι Μελάτες ήταν από τις ανταρτοκρατούμενες περιοχές
που επισκέφθηκε ο Γάλλος ποιητής Ανρί Μπασίς και εμπνεύστηκε το ποίημα
«Αντάρτες εμπρός»:
«Τα άρματά μας ζωστήκαμε πάλι
στης τιμής για να βγούμε στο δρόμο.
Τόσο πένθος και τόσα δάκρυα,
την ζωή μας την είχανε μαυρίσει.
Το ψωμί των παιδιών μας νια να ’χουμε
κι όχι πια με τον τρόμο να ζούμε,
στα βουνά της πατρίδας τον άγιο
δοξασμένο αρχίσαμε αγώνα μας».
Το
ιστορικό της τραγωδίας
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η εξόντωση του
πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη, η αποκεφάλισή του και το κρέμασμα του
κεφαλιού του σε κεντρικό φανοστάτη των Τρικάλων, σηματοδότησε την τύχη
χιλιάδων αγωνιστών. Το τρομοκρατικό μοναρχοφασιστικό όργιο του αστικού κράτους
εντείνεται ακόμη πιο πολύ. Οι διωγμοί είναι ανείπωτοι. Όσοι γλιτώνουν καταφεύγουν
στα βουνά. Αρχίζουν να συγκεντρώνονται οι πρώτες ομάδες ένοπλων αγωνιστών. Τα
Τζουμέρκα ―όπως και όλα τα βουνά της Ελλάδας― άρχισαν να υποδέχονται τους
καταδιωκόμενους αγωνιστές. Μικρές ομάδες εμφανίζονται παντού.
Οι καταδιωκόμενοι του νομού Άρτας, που ήταν αρκετοί
και κρύβονταν στα δάση κοντά στα χωριά τους, είχαν ανάγκη αρχικά να οργανώσουν
την αυτοάμυνά τους από κοινού, αφού έτσι θα αντιμετωπίζανε πιο αποτελεσματικά
τα αποσπάσματα της Χωροφυλακής και τους παρακρατικούς. Το 1946, μετά τα τρομακτικά
γεγονότα που έγιναν στα χωριά Άνω Πέτρα και Κλειστό, η κατάσταση οξύνθηκε
σημαντικά.
Τον Ιούλη του 1946, ο Κώστας Μπαλαδήμας πήγε στην
περιοχή των Τζουμέρκων να συναντηθεί με την πρόσφατα συγκροτημένη ομάδα
καταδιωγμένων με επικεφαλής των Κώστα Μίντζα. Στόχο είχε να οργανώσει σύσκεψη
κομματικών στελεχών στην περιοχή των Τζουμέρκων, με βασικό θέμα την
συγκέντρωση των καταδιωκόμενων αγωνιστών σε ομάδες και τη συγκρότηση ένοπλου
τμήματος.
Στις αρχές του φθινοπώρου του 1946, η ομάδα του
μόνιμου ανθυπολοχαγού Θόδωρου Ζαλοκώστα, γνωστού στο λαό ως «καπετάν
Παλιούρας», μετά το χτύπημα του σταθμού χωροφυλακής στον Πεντάλοφο, κατέβηκε
στα Τζουμέρκα την άγρια περιοχή, γεμάτη τώρα από εχθρικά σε αυτούς στοιχεία.
Ενώθηκαν με τις άλλες ένοπλες ομάδες και έστησαν την έδρα τους στα Τζουμέρκα.
Γρήγορα αναπτύχθηκαν φτάνοντας σε δύναμη τα 180 άτομα περίπου. Με την ίδρυση
του Γενικού Επιτελείου Ανταρτών έγινε πραγματικότητα το αρχηγείο Τζουμέρκων του
ΔΣΕ. Η δράση φούντωσε. Το αρχηγείο Τζουμέρκων μπήκε σε πολλά χωριά: Γαρδίκι,
Μουτσιαρά, Μεσοχώρα, Θεοδώριανα, Καλαρύτες, Ματσούκι, Κυψέλη και άλλα χωριά.
Εκκαθάρισαν την περιοχή από συμμορίες, αφόπλισαν μοναρχοφασίστες από 16 χωριά,
και αποτέλεσαν γέφυρα προώθησης αποστολών από το Μπούλκες στη Ρούμελη.
Τροφοδότησαν με αρκετά στελέχη το λόχο γενικού αρχηγείου και με εκπαιδευτές τη
Σχολή αξιωματικών.
Ο «Ριζοσπάστης» στις 19 Δεκέμβρη του 1946 έκανε
εκτενή αναφορά στην επίθεση που έγινε από το αρχηγείο Τζουμέρκων στους
Καλαρύτες και τα γύρω χωριά της Άρτας.
Τον Απρίλη του 1947, είχαν αρχίσει οι
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού. Ο καπετάνιος Παλιούρας
έλαβε διαταγή από το γενικό αρχηγείο του ΔΣΕ να σπεύσει σε βοήθεια άλλων
τμημάτων του ΔΣΕ που μάχονταν στα Άγραφα. Πήρε την απόφαση με το επιτελείο του
και χώρισε στα τρία την δύναμη των ανταρτών. Το πρώτο με επικεφαλής τους
Μανιώτη και Λιούκα και δύναμη 60 ανταρτών, μέσω μονής Ροβέλιστας ακολούθησε το
συμφωνημένο δρομολόγιο, έδωσε μάχες στα υψώματα «Βοϊδαρέικα» και έφτασε στον
προορισμό του χωρίς απώλειες.
Τα αλλά δύο τμήματα ένα με τον Χάρη Παπαγιάννη, και
ένα με τον Παλιούρα και με δύναμη 60 ανταρτών το καθένα, ακολούθησαν το
δρομολόγιο τους στις περιοχές των συνοικισμών Ανεμορράχης παλιάς Ελλάδας, κάτω
Αθαμανίου και Μελατων. Βρέθηκαν όμως μπροστά σε πολυάριθμες ομάδες ΜΑΥδων και
του κυβερνητικού στρατού, που έφτασαν από την Άρτα. Τους είχαν στήσει ενέδρα σε
διάφορα περάσματα της δασωμένης και δύσβατης αυτής περιοχής.
Πολέμησαν γενναία κατά πολύ υπέρτερων δυνάμεων για
δύο ολόκληρες μέρες. Τα πυρομαχικά τους είχαν τελειώσει και νηστικοί και
άυπνοι αποφάσισαν να μοιρασθούν σε μικρές ομάδες και με τον τρόπο αυτό να
διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό και να συναντηθούν, όσοι επιζήσουν, στον
προκαθορισμένο χώρο των βορειοανατολικών υψωμάτων του συνοικισμού Ζυγός.
Κατά την τελευταία αυτή προσπάθεια αρκετοί
σκοτώθηκαν, ιδίως από το τμήμα του Χάρη Παπαγιάννη, και οι υπόλοιποι τραυματίες
και ζωντανοί, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν στο μοναστήρι Μελατών που
ήταν η έδρα του στρατού και των συμμοριών του Παπαδόπουλου και του Βόιδαρου και
άλλων παρακρατικών που έφταναν με αυτοκίνητα από την Άρτα.
Μόλις νύχτωσε καλά, δόθηκε η εντολή των
βασανιστηρίων και της σφαγής των κρατουμένων αιχμαλώτων ανταρτών στο μοναστήρι
Μελατών. Άρχισαν με τα μαχαίρια και τις λόγχες των όπλων τους να τρυπάνε τα
σώματα των αιχμαλώτων και τελικά έκοψαν τα κεφάλια από τους περισσότερους
αντάρτες. Στη συνέχεια, άνοιξαν ομαδικό τάφο στη σμίξη του χειμάρρου που
βρίσκεται βορειοανατολικά στην είσοδο του συνοικισμού με τον Μελατιώτικο
ποταμό και εκεί τους έριξαν όλους και τους σκέπασαν.
Αρκετά από τα κομμένα κεφάλια τα 'ριξαν μέσα σε
τσουβάλια και τα μετέφεραν με αυτοκίνητο στην πόλη της Άρτας. Με διαταγή των
κρατούντων στην πόλη της Άρτας, αρκετά κεφάλια τα παλούκωσαν και τα ακούμπησαν
σε κεντρικά σημεία της πόλης. Ακόμα στη διασταύρωση της εθνικής οδού με το
δρόμο που πηγαίνει στο Πέτα και μπροστά στο εκεί καφενείο του «Μπούση» ήταν
σταματημένο στρατιωτικό τζιπ και στο μπροστινό προφυλακτήρα ήταν κρεμασμένα
με σύρμα τέσσερα κεφάλια ανταρτών.
Τη χωρίς προηγούμενο σφαγή, της οποίας την έκταση,
χωρίς να υπάρχουν μάρτυρες, αφού σφάχτηκαν όλοι, δίνουν οι αφηγήσεις χωρικών
στους οποίους έμειναν έντονα χαραγμένες εικόνες της εποχής. Πρόχειροι λάκκοι
που πέταγαν ακέφαλα κορμιά, φορτηγά του στρατού που κουβαλούσαν δεκάδες κομμένα
κεφάλια, συνέθεταν ένα εφιαλτικό τοπίο ανήκουστων σφαγών.
Παιδιά εκείνης της εποχής λέγανε τη φρίκη τους,
όταν αντίκρισαν το σχολείο τους στις Μελάτες γεμάτο αίματα. Ίσως ποτέ δεν θα
μαθευτούν τα γεγονότα σε όλες τους τις λεπτομέρειες. Από τους 180 αντάρτες του
Αρχηγείου Τζουμέρκων, σώθηκε από τους Μελάτες το ένα τμήμα με 60 άντρες και 10
περίπου από τα άλλα δύο τμήματα. Και οι οποίοι, στην συνέχεια έπεσαν σε άλλες
μάχες του Δημοκρατικού Στρατού, εκτός από λίγους που επέζησαν και οδηγήθηκαν
είτε στην προσφυγιά, είτε στις φυλακές, είτε στις εξορίες.
Είναι ανάγκη σήμερα να βοηθήσουν όλοι στην
παραπέρα έρευνα για τους αντάρτες που χάθηκαν και που ακόμα δεν στάθηκε δυνατό
να υπάρχει πλήρης εικόνα για τους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ που έπεσαν
στα πεδία των μαχών.
Τραγική η
περιγραφή της συν. Κατερίνας Λελοβίτη-Μπατσούλη σε μια από τις προηγούμενες
εκδηλώσεις στην περιοχή:
« Όρθιοι, σύντροφοι, στεκόμαστε
σ' αυτόν εδώ τον ιερό τόπο που πατάμε,
που είναι βαμμένος με το αίμα από δεκάδες παλικάρια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΔΣΕ. Μαζί
τους και ο αδελφός μου Παναγιώτης Λελοβίτης, εκεί επάνω στο ύψωμα, σύντροφοι,
έδωσε μόνος τέλος στη ζωή του, νια να μην πέσει στα χέρια του εχθρού και να μην
περάσει τα βάσανα του Χριστού. Και οι άνανδροι φασίστες του πήραν το κεφάλι
και το κρέμασαν στην Πρέβεζα, μαζί με τα κεφάλια άλλων παλικαριών κομμουνιστών,
γιατί αυτά τα παιδιά ήταν Έλληνες, ήταν λεβέντες και πολέμησαν για την πατρίδα,
υπερασπίζοντας τα ιδανικά τους. Αιωνία η μνήμη τους. Αδέρφια μας δεν θα σος
ξεχάσουμε ποτέ. Σας δίνω την υπόσχεση ότι εγώ, η αδερφή σας Κατερίνα, εάν
χρειαστεί, θα πεθάνω αγωνιζόμενη στο δρόμο. Γιατί το βράδυ που θα έφευγαν τα
αδέλφια μου στο βουνό, Παναγιώτης και Χρήστος, παρά το ότι ήμουν μικρή θυμάμαι τι έλεγαν: "Ο
αγώνας θα είναι μακρύς και σκληρός, θα σας τυραννήσουν, θα σας δείρουν, θα σας
εξορίσουνε, αλλά εσείς ποτέ να μην αρνηθείτε τα πιστεύω σας και την ιδεολογία
σας". Ποτέ, αδέλφια μου, να είστε βέβαια εκεί που είσαστε. Ζήτω το ΚΚΕ.
Γεια σας».
Ο συν. Κώστας
Τάτσης, πρόεδρος του παραρτήματος της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ Νέας Ιωνίας, στο βιβλίο του
«Οδοιπορικό ενός αντάρτη στο ΔΣΕ», γράφει τις προσωπικές του αναμνήσεις,
σχετικά με το αποτρόπαιο γεγονός:
«Στο Μοναστήρι των Μελατών όπου
ήταν η έδρα του κυβερνητικού στρατού βρίσκονταν και οι συμμορίες του Α.
Παπαδόπουλου, Κ. Βόιδαρου και άλλων. Εδώ μεταφέρθηκαν οι τραυματίες και οι
αιχμάλωτα αντάρτες. Μόλις νύχτωσε δόθηκε εντολή να γίνουν βασανιστήρια και
σφαγή. Οι αδίστακτοι εγκληματίες πολέμου άρχισαν με τα μαχαίρια και τις λόγχες
των όπλων τους να κατατρυπάνε τα σώματα των αιχμαλώτων και τελικά έκοψαν τα
κεφάλια από τους περισσότερους αντάρτες. Στη συνέχεια άνοιξαν ομαδικό τάφο στη
σμίξη του χειμάρρου που βρισκόταν ΒΑ στην είσοδο του συνοικισμού με τον Μελατιώτικο ποταμό
και εκεί τους έριξαν όλους και τους σκέπασαν. Αρκετά από τα κομμένα κεφάλια τα
έριξαν μέσα σε τσουβάλια και τα μετέφεραν με αυτοκίνητα οτην Άρτα.
(...) Περίπου στις 23/4/1947 και ώρα 11π.μ. (εγώ
ήμουν τότε 16 χρόνων) βρέθηκα στην Άρτα με 2 γαϊδούρια φορτωμένα καυσόξυλα,
πήγα να τα πουλήσω στην πόλη. Προχωρώντας μέσα στο κέντρο της πόλης, και αφού
έβγαινα από την πλευρά του Κάστρου στην πλατεία Μονοπωλίου, είδα να έρχονται
προς την πλατεία στρατιωτικά αυτοκίνητα τύπου "Στουνταμπέκερ". Πάνω
σ' αυτά στέκονταν αξιωματικοί και στρατιώτες και κράταγαν στα χέρια τους τα
κεφάλια των ανταρτών κάνοντας μάλιστα και επίδειξη στο κοινό, βρίζοντας και
αισχρολογώντας με την πιο χυδαία ορολογία του υποκόσμου. Τα κεφάλια που ήταν
στα 2 πρώτα αυτοκίνητα που πρόκανα να αντικρίσω ήταν κεφάλια παλικαριών, πρωταγωνιστών
του Αλβανικού Έπους και της Εθνικής Αντίστασης, που σε μένα ήταν γνωστά από την
ΕΑΜική Αντίσταση στο νομό Άρτας. Όλοι είχαν μακριά μαλλιά και γένια, τα κεφάλια
κρατιόνταν από τα μαλλιά, η εικόνα ήταν φρικιαστική και αποτρόπαια και γύριζε
τη μνήμη κάθε λογικού ανθρώπου στον Μεσαίωνα.
Ο κόσμος που βρέθηκε στην πλατεία και στους
δρόμους κοντά σ' αυτή, αφού αντίκρισε την εικόνα φρίκης, απόστρεψε το βλέμμα
του από το φρικτό θέαμα και τράπηκε σε φυγή πέρα από τους κεντρικούς δρόμους
και τις πλατείες της πόλης. Από ό,τι μου διηγήθηκαν και άλλοι γνωστοί μου
χωριανοί και συγχωριανοί, που βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στην Άρτα, η
στρατιωτική αυτή επίδειξη κατέληξε στην άλλη άκρη της πόλης στην πλατεία
Κιλκίς και από εκεί στη διοίκηση της Χωροφυλακής της πόλης. Σε όλη την παραπάνω
διαδρομή όπως προανέφερα, ο απλός κόσμος γύριζε τις πλάτες στην εικόνα και
τρεπόταν σε μαζική φυγή.
Ο λαός της Άρτας, πολύ καλά γνώριζε τον Θεόδωρο
Ζαλοκώστα (καπετάν Παλιούρας) ως αξιωματικό στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940-1941,
σεμνότατο κομμουνιστή, στέλεχος και καθοδηγητή της ΕΑΜκής Αντίστασης, άξιο καπετάνιο του 3/40 και 24ου Συντάγματος
του θρυλικού ΕΛΑΣ. Επίσης, γνωστός ήταν στο νομό της Άρτας, ως καπετάνιος τάγματος
του 3/40 Συντάγματος, ο Κώστας Μίντζας. Η Άρτα γνώριζε πολύ καλά τον Γιάννη
Φωτονιάτα, παλιό στέλεχος του ΚΚΕ, που ήταν μπροστάρης και οργανωτής στους
αγώνες του λαού της Άρτας την περίοδο της κατοχής, ένας από τους οργανωτές του
ΕΑΜ-ΕΑΑΣ στο νομό.
Από τον κλοιό κατάφεραν να ξεφύγουν βγαίνοντας πέρα
από τα σύνορα του νομού Άρτας, κάποια τμήματα και μικρές ομάδες, που η τύχη
τους δεν είναι καθόλου γνωστή. Δεν έχει ερευνηθεί, ποια ήταν η παραπέρα τύχη
τους, τι έγιναν τα τμήματα αυτά, ποιοι είναι οι νεκροί, οι τραυματίες, και
ποιοι τελικά διασώθηκαν. Ίσως μερικοί να βρίσκονται ακόμα ζωντανοί Είναι
ανάγκη σήμερα που ακόμα υπάρχουν επιζώντες σύντροφοι και συναγωνιστές, που
έζησαν τα παραπάνω γεγονότα, να συμβάλουν στο να καταγραφούν αυτά που έγιναν σε
εκείνη την ταραγμένη εποχή, παρουσιάζοντας το αγωνιστικό ύφος και ήθος των
συναγωνιστών που έπεσαν ηρωικά στις μάχες του εμφυλίου πολέμου για την εθνική
ανεξαρτησία της πατρίδας και για ένα καλύτερο μέλλον του λαού».
ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ
ΝΕΚΡΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Αγγέλης Αντώνης
Αγγέλης Μάνθος
Αλέξη Αγλαΐα
Αλεξίου Γιάννης
Αναγνώστου Γιάννης
Βάρδιας Δημήτρης
Βασιλείου Κώστας
Βόβολας Λάμπρος
Βόβολα Μαρία
Γαλαζούλα Βαγγέλη
Γερογιάννης Γιάννης
Γεωργονίκος Μίμης
Γιαννούλης Γιώργος
Γκαλιμάνης Χρήστος
Γκαντζέλος Γιώργος
Γκένας
Γκίζος Γιώργος
Γκούμας Στέφανος
Δημοπούλου Καλλιρρόη
Δήμου Δημήτρης
Διονύσης Θόδωρος
Ζαλοκώοτας Θόδωρος
Ζιούτος Κώστας
Καλός Γιώργος
Καινούργιος
Καραγιάννης Γιάννης
Καραγιάννης Διομήδης
Καρακίτσου Ευτυχία
Καρανικόλας Μήτσος
Καρράς
Κατσινέλης Λάμπρος
Κεφάλας Σωτήρης
Κόκαλης Βασίλης
Κόκαλης Κώστας
Κολτούκης Γιώργος
Κότης Θανάσης
Κουρμέτζας Ηλίας
Κουβαράς Λεωνίδας
Κυρίτση Αφροδίτη
Κωσταντέλιας Κώστας
Κωνσταντίνου Λάμπρος
Λάιος
Λελοβίτης Πάνος
Λελοβίτης Χρήστος
Λιούκας Κώστας
Μακαβέλος Χρυσόστομος
Μανιώτης Βαγγέλης
Μαντέλος Βασίλης
Μίτζας Γιώργος
Μίτζας Κώστας
Μήτσης Δημήτρης
Μπάφας Νίκος
Μπαλάφας Αριστείδης
Μπανιά Κούλα
Μπάζης Γιάννης
Μπακογιάννης
Μπαντίδος Περικλής
Μπαντόλιας
Μπαλαδήμας Βασίλης
Μπαλαδήμα Ελένη
Μπαλαδήμας Κώστας
Μπαλτατζής
Νάκης Δημήτρης
Νικολός Αποστόλης
Νικολός Γιάννης
Νούλα Ανθή
Νούτσος Κώστας
Νταβαντζής Γιώργος
Ντάλλας Πέτρος
Παλιογιώργος Χρήστος
Πάνου Δήμος
Παπαβασιλείου Χρήστος
Παπαγεωργίου Αχιλλέας
Παπαγιάννη Σοφία
Παπαγιάννης Δημήτρης
Παπαγιάννης Χάρης
Παπαγιάννης Χρήστος
Παπαδημητρίου Αποστόλης
Παπαδημητρίου Δημήτρης
Παπακώστας Δημήτρης
Παπακώστας Κώστας
Παπακώστας Χρήστος
Παπανικολάου Κώστας
Παπανικολάου Διονύσης
Παπασπύρου Κώστας
Παππάς Γιώργος
Παππάς Κώστας
Παυλόπουλος Διονύσης
Πουρναράς Βελησάρης
Σακαγιάννης Βαγγέλης
Σαπρίκης Κώστας
Σκανδάλης Ηλίας
Σουβλής Γιώργος
Στάμος Κώστας
Στασινός Γιώργος
Τάτσης Γιώργος
Τζίμας Βασίλης
Τρίμπος
Τρομπούκη Δήμητρα
Τρομπούκης Θανάσης
Τσιγκαρίδας
Τσιούρης Χριστόφορος
Τσουμάνης Αποστόλης
Τσουμάνης Ηλίας
Υφαντής Δημήτρης
Φούντας Βάγιας
Φούντας Χρήστος
Φωτονιάτας Γιάννης
Χαριλόης Βάγιας
ΑΘΑΝΑΤΟΙ!
Ένας θείος μου που ήταν τότε μαθητής Γυμνασίου στην Άρτα, μου διηγήθηκε ότι οι παρακρατικοί και κάποιοι στρατιώτες είχαν τοποθετήσει κομμένα κεφάλια ανταρτών (μεταξύ των οποίων και του Παλιούρα)σε ένα πεζούλι και τα χλεύαζαν βάζοντάς τους τσιγάρα στο στόμα και άλλα χειρότερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκόμα ότι έπαιζαν ποδόσφαιρο με κεφάλια στην Πλατεία Μονοπωλίου.
Ο κανιβαλλισμός των τότε φανατικών "εθνικοφρόνων" σ' όλο το μεγαλείο του!
Πάνω στο σχόλιο του ανώνυμου 24-01-2015 να επιβεβαιώσω και να συμπληρώσω. Όντως έπαιζαν μπάλα με τα κεφάλια και μεταξύ των ''παικτών '' ήταν και αρτινός παρακρατικός που υπήρξε και ποδοσφαιριστής στην Άρτα της δεκαετίας του '50 και μετέπειτα ιδιοκτήτης καφενείου στην πλατεία στην Παναγία Παρηγορήτρια (μαρτυρία των γονιών μου και άλλων συγγενών). Επίσης, το κεφάλι του συνδικαλιστή και στελέχους του ΚΚΕ Γιάννη Φωτονιάτα, οι στρατιωτικοί και παρακρατικοί το πήγαν στην πόρτα του σπιτιού του και το επέδειξαν στη γυναίκα του (μαρτυρία της ίδιας στους γονείς μου).
ΑπάντησηΔιαγραφή