Σελίδες

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Πρωτομαγιά 1949, στις κορφές του Γράμμου...

Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού παρατηρούν
τις κινήσεις του κυβερνητικού στρατού

  ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ 30 Απρίλη με 1 Μάη. Πάμε να μιλήσουμε στους φαντάρους. Δυο φύγαν πιο μπροστά. Θα πήγαιναν σε μια βρυσούλα πολύ κοντά στον εχθρό να ακούσουν τι θα λένε όταν θα μιλάει ο τηλεβόας. Εμείς οι άλλοι πιάσαμε το τσουγκάρι και το χωνί άρχισε.
 ―Εγώ που σας μιλάω είμαι ο Κυριάκος ο Παργηνός  απ’ τα Καμίνια  του Πειραιά, εργάτης. Εικοσιπέντε χρόνια δούλεψα στα αφεντικά. Και στο τέλος ούτε σπίτι ούτε βιό. Και προκοπή καμιά. Δίπλα μου είναι ο Τάσος ο Καμά(ρας;), αγρότης, είκοσι χρόνια όργωνε τον κάμπο. Δεκαπέντε στρέματα χωράφι κι’ ένα βόδι. Τόσα χρόνια μόχτος και δεν αξιώθηκε να το διπλώσει. Κι’ αν ήταν λίγα τα χωράφια και το ψωμί, πέρσευαν οι φόροι και οι κατατρεγμοί. Πιο κει ο ναυτεργάτης και παραπάνω ο δάσκαλος που χτίκιασε μεσ’ το στο σκολειό. Τέτοιοι είμαστε από δω. Εσείς τι είσαστε από κει; Δεν είσαστε ότι κι’ εμείς;
    Μιλιά δεν ακούγεται απ’ το εχθρικό στρατόπεδο. Και το χωνί συνέχισε:
  ―Τρία κι’ απάνω χρόνια γυρίζουμε στα βουνά, στα χιόνια, σα λύκοι σαν αγρίμια. Πεθαμένα τα χωριά μας. Χέρσα η γης, χορταριασμένοι οι κήποι. Αίματα και τάφοι. Γέμισαν τα ρέματα, οι χαράδρες από κουφάρια. Κι’ ο τόπος αποκαΐδια και συντρίμια. Χάθηκε το γέλιο του παιδιού, των κοπαδιών η μουσική και των πουλιών το τραγούδι ακόμα. Κι’ εμείς πολεμάμε να σταματήσει ο πόλεμος. Να ζήσει η Ελλάδα χωρίς τυράνους και μεις χωρίς αφέντες. Και του χεριού μας οι καρποί ―της γης οι θησαυροί― τα θάματα της τέχνης, του μυαλού τα ξεφαντώματα νάναι δικά μας, γιατί σε μας ανήκουν. Δε θέλετε εσείς ν’ αστράψει ο ήλιος της λευτεριάς και της αγάπης; Δε θέλετε να ζήσουμε αδερφωμένοι, ευτυχισμένοι; Δε θέλετε εσείς ειρήνη;
  ―Θέλουμε, ακούστηκε μια φωνή απ’ το αντικρινό χαράκωμα.
  Έπειτα μια φασαρία, ένας  πυροβολισμός, και πάλι ησυχία. Και το χωνί ξανά.
  ―Τότε γιατί πολεμάμε;
  ―Για την πατρίδα, την οικογένεια, την τιμή είπε μια άλλη φωνή!
  ―Έτσι; Ακούστε τα μαντάτα απ’ τούς δικούς σας. (Σταλαματιά στον ωκεανό.)
  Του Πανταζή, φυματικό πέθανε το παιδί, γιατί του κλέψανε το γάλα. Του Κατραμή η γυναίκα είναι κλεισμένη στο Δαφνί. Όταν τη διώξαν απ’ τό εργοστάσιο πήγε να διαμαρτυρηθεί. Τη δείραν οι χαφιέδες κι’ απ’ τό ξύλο τρελλάθηκε. Του Καραλιάνου η φαμίλια πνίγηκε στο Φάληρο γιατί δεν είχε ούτε στέγη ούτε ψωμί. Του Φαρλιάγκα τις αδερφές, του Νανάκου την αραβωνιαστικιά τις βγάλαν στο κλαρί. Τον πατέρα του Κρανιά στο ξερονήσι τον έριξαν, γιατί έχει ένα παιδί στο ΔΣ. Κι απ’ όλα αυτά κι’ απ’ το δικό σας αίμα θησαυρίζουν το Κολωνάκι κι ο Κατσάμπας, το παλάτι κι’ οι Αμερικάνοι.
    Γι’ αυτούς αδέρφια πολεμάτε κι είναι κρίμα και ντροπή κι αν τραβήξετε τον ίδιο δρόμο ούτε ένας σας δε θα μείνει.
    Μέσα στα κλαδιά είναι κρυμένοι οι δικοί μας. Κι ένα βήμα πιο κει δυο φαντάροι, κοντά στη βρύση. Ούτε ενέδρα ούτε σκοπιά φυλάνε. Άβουλοι κι αποκαμωμένοι κάθουνται στη γη. Κάποια στιγμή ο ένας βρήκε τη δύναμη να πει: Αλήθεια λένε, ούτε ένας δε θα μείνει.
    Μέσα απ’ τα κλαδιά δυο σκιές πετάχτηκαν.
―Γεια σας αδέρφια είπαν σιγά και κάθησαν δίπλα.
    Οι άλλοι ούτε να φωνάξουν, ούτε να χαιρετίσουν έχουν κουράγιο. Κι’ αρχίζει κει στη σιγαλιά μια καρδιακή στρωτή κουβέντα και πότε πότε ακούς.
   ―Β(…) τι έχουμε να χωρίσουμε εμείς; γιατί δεν έρχονται αυτοί να πολεμήσουν; Κι αν είναι δυνατοί οι Αμερικάνοι  γιατί δεν τα (…) του Μάο – Τσε Τούνγκ;... Πάρτε την απόφαση προτού είναι για σας αργά. Σκεφθείτε, κι αύριο σας καρτερούμε  κει στη ρεματιά το μεσημέρι.
      Την άλλη μέρα κει στη ρεματιά τέσσερις αντάρτες καρτερούν. Την ίδια ώρα στης ζωής το στίβο ανταμώθηκαν της οικουμένης οι εργαζόμενοι. Κι’ οι πεθαμένοι ακόμα. Οι κομμουνάροι του Παρισιού κι’ οι απεργοί του Σικάγου. Οι ήρωες της Οχτωβριανής επανάστασης κι οι υπερασπιστές του Στάλινγκραντ. Η μυρμηγκιά της Κίνας κι’ οι σκλάβοι των Ινδιών. Όλοι οι άνθρωποι, οι τίμιοι και ξυπνητοί. Κι ένα βουητό, σα να συνταράζει τη λαοθάλασσα, πλουτώνιοι θυμοί σα να πέφτουν πάνω στην ξηρά να τη συντρίψουν αφρισμένοι οι ωκεανοί, ακούγεται, σκορπάει κι’ απλώνει πέρα ως τις άκρες της γης κι απάνω ως τους ουρανούς. Κι’ έλεγε μια φωνή σε χίλιους τόνους, σε χίλια χρώματα: Εργαζόμενοι του κόσμου, Λαοί της γης, δώστε τα χέρια σηκώστε περήφανα τ’ ανάστημά σας και με μια καρδιά κι’ ένα σκοπό, με μια ψυχή και ιδανικό μπροστά, στη μάχη για την ειρήνη, τη Δημοκρατία. Το σοσιαλισμό. Κι’ ένα ρυθμικό βήμα απ’ τις αμέτρητες πυκνές φάλαγγες που κάναν παρέλαση  συντάραζε τη γη συθέμελα, σκορπούσε ρίγη ενθουσιασμού στους ανθρώπους και δέος στους τυράνους.
    Και κει στο απομεσήμερο, φάνηκαν στον απέναντι όχτο πέντε φαντάροι. Στάθηκαν κι απ’ τις δυο μεριές προσοχή. Χαιρέτησαν  με σφιγμένες γροθιές, και σκόρπισε στη σιγαλιά το τραγούδι. «Εμπρός της γης οι κολασμένοι».
     Έτσι γιόρτασε την πρωτομαγιά μια ομάδα σε κάποια ρεματιά του Γράμμου."

"ΦΑΝΤΑΡΟΙ - ΕΡΓΑΤΕΣ
ΕΤΣΙ ΓΙΟΡΤΑΣΑΝ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ"

                           
Κείμενο του Κώστα Πουρναρά (Μπόση), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ», 1/5/1949.

(Ευχαριστούμε το Επιμορφωτικό Κέντρο Βιβλιοθήκη - Αρχείο «Χαρίλαος Φλωράκης» για την παραχώρηση του αρχείου).

1 σχόλιο: