Σελίδες

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Λογοτεχνία στρατευμένη στο πλευρό των φτωχών και καταπιεσμένων, στην υπηρεσία του σοσιαλιστικού οράματος

Η ομιλία της Σοφίας Χατζηκυριάκου – Βώττη, εκπαιδευτικού, στην εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Κώστα Πουρναρά (Μπόση), που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 23 Γενάρη 2016 στην Ανέζα Άρτας (δείτε αναλυτικό φωτο-ρεπορτάζ ΕΔΩ). Την εκδήλωση διοργάνωσαν ο Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας, ο Σύλλογος Γυναικών Αμβρακικού και το ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ.

Καλησπέρα σας,

Μια μικρή προσέγγιση στο λογοτεχνικό έργο του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) θα επιχειρήσω να κάνω απόψε. Είναι αλήθεια ότι πριν λίγα χρόνια ο συγγραφέας και η προσωπικότητα του μού ήταν άγνωστοι.  Πολλές φορές όμως ευτυχείς συγκυρίες μάς οδηγούν στην γνωριμία με συγγραφείς και βιβλία άγνωστα πριν. Στην επαφή μαζί τους ανακαλύπτουμε κρυμμένους θησαυρούς που όταν έρχονται στην επιφάνεια διαπιστώνουμε την ανεκτίμητη αξία τους.

Ένας τέτοιος συγγραφέας είναι ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) και κρυμμένοι θησαυροί τα βιβλία του. Κάθε βιβλίο του και μια πολύτιμη ψηφίδα που μας βοήθησε να σχηματίσουμε την εικόνα του λογοτέχνη Κώστα Μπόση.

Σπουδαίος λογοτέχνης, αλλά άγνωστος εξ αιτίας της πολιτικής προσφυγιάς. Αν και ανήκει στη νέα γενιά των λογοτεχνών που ξεπήδησαν μέσα από τους αγώνες του λαού μας στην Κατοχή και στην Αντίσταση, το κυρίως λογοτεχνικό του έργο εντάσσεται στην πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων.

Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε από τους λογοτέχνες εκείνους που βρέθηκαν στις λαϊκές δημοκρατίες μετά την ήττα του ΔΣΕ. Οι λογοτέχνες αυτοί εμπνέονταν από την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο, τις φυλακίσεις και τις εξορίες των κομμουνιστών στην Ελλάδα. Μερικοί αναφέρονται και στην προπολεμική περίοδο θέλοντας να παρουσιάσουν τις συνθήκες που οδήγησαν στον Εμφύλιο. Υπάρχει και μια μικρή ομάδα έργων που αναφέρεται στη ζωή των πολιτικών προσφύγων στις χώρες που ζούσαν. Κοινή προσπάθειά τους η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Τα έργα τους δεν έγιναν γνωστά στην Ελλάδα, εκτός από ορισμένα, λόγω της θεματολογίας τους και των ιδιαίτερα δύσκολων συνθηκών στην επικοινωνία τους με την πατρίδα. Επιπλέον αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η λογοτεχνική παραγωγή των πολιτικών προσφύγων και οι εκδόσεις τους υποχωρούν σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί το έργο των λογοτεχνών στην Ελλάδα. Πολλά από τα έργα των πολιτικών προσφύγων δεν κυκλοφόρησαν ποτέ σε ελληνικό έδαφος και ελάχιστα εκδόθηκαν μετά από χρόνια. Έτσι παρέμειναν άγνωστα. Πολλοί ήταν οι λογοτέχνες – πολιτικοί πρόσφυγες. Οι πιο γνωστοί από αυτούς, εκτός του Κώστα Μπόση, είναι: ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Αλέξης Πάρνης, η Έλλη Αλεξίου, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, η Μέλπω Αξιώτη, η Άλκη Ζέη, ο Δημήτρης Χατζής, ο Δήμος Ρεντής, ο Τάκης Αδάμος κ.ά.

Ο Κώστας Μπόσης ΕΛΑΣίτης στο πρώτο αντάρτικο και μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού στο δεύτερο ακολούθησε τους δρόμους της πολιτικής προσφυγιάς μετά την ήττα. Ο δρόμος τον βγάζει πρώτα στην Τασκένδη και στη συνέχεια στη Ρουμανία. Οι συνθήκες είναι διαφορετικές και επηρεάζουν καταλυτικά τη ζωή του και το λογοτεχνικό του έργο.

Τον Οκτώβριο του 1951 δημιουργήθηκε το Τμήμα Λογοτεχνικών Εκδόσεων το οποίο ήταν υπεύθυνο για τα λογοτεχνικά έργα που θα τυπώνονταν. Αυτό το Τμήμα το Δεκέμβριο του 1953 μετεξελίχθηκε σε Λογοτεχνικό Κύκλο και η έδρα του μεταφέρθηκε στο Ντεζ της Ρουμανίας το 1955. Ο Κώστας Μπόσης αυτή την εποχή είναι μέλος της Επιτροπής Διαφώτισης της ΚΕ του ΚΚΕ. Η ΕΔ ήταν το βασικό βοηθητικό όργανο της ΚΕ για τα ιδεολογικά ζητήματα και έπαιξε σημαντικό ρόλο τόσο στην ιδεολογική ενίσχυση των μελών και των στελεχών του Κόμματος στην πολιτική προσφυγιά όσο και στην ενδυνάμωση τους σε σχέση με την εχθρική προπαγάνδα.

Επιπλέον ορίστηκε υπεύθυνος του ΛΚ. Τη θέση αυτή κατείχε και το χρονικό διάστημα 1957 -1959. Η δουλειά του ΛΚ ήταν να παρακολουθεί και να παρεμβαίνει στα λογοτεχνικά δρώμενα της Ελλάδας αλλά και να παροτρύνει τους πρόσφυγες λογοτέχνες να δημιουργήσουν πρωτότυπα έργα. Στα βασικά καθήκοντα του ΛΚ ήταν να εκφράζει τη γνώμη του για τα έργα που στέλνονταν προς έκδοση στην ΕΔ, να κάνει βιβλιοπαρουσιάσεις και εκπομπές στο ΡΣ της Ελεύθερης Ελλάδας.

Τα μέλη του ΛΚ έκριναν τα λογοτεχνικά έργα συναδέλφων τους αλλά κρίνονταν και τα δικά τους και δεν ήταν λίγες οι φορές που απορρίπτονταν ή επανεξετάζονταν. Μέσα σε αυτό το κλίμα της αλληλοκριτικής έγραφαν οι λογοτέχνες και ο ίδιος ο Μπόσης.

Επιπλέον οι συγγραφείς ακολουθούσαν τις αρχές μιας νέας λογοτεχνίας που είχε ως πρότυπο τη σοβιετική λογοτεχνία. Σκοπός της ήταν να καλλιεργήσει την ενεργητική συμμετοχή των συγγραφέων στη ζωή, τη μαχητική και αγωνιστική δράση τους για την υπεράσπιση των συμφερόντων του λαού και των σοσιαλιστικών ιδανικών με κύριο στόχο τη δημιουργία του νέου ανθρώπου. Στα πλαίσια αυτά η λογοτεχνία προσπαθούσε να αποδώσει με καλλιτεχνικά μέσα την πραγματικότητα και να προβάλει θετικούς ήρωες.

Αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη όταν διαβάζουμε ή μελετάμε το έργο του Κώστα Μπόση και των άλλων λογοτεχνών πολιτικών προσφύγων.

Ο Κώστας Μπόσης με το λογοτεχνικό του έργο υπηρετεί τη λεγόμενη πατριωτική, αγωνιστική λογοτεχνία. Αντλεί τα θέματά του από τους αγώνες του λαού μας, την αντίσταση και τις θυσίες του για μια καλύτερη ζωή.

Οι ήρωές του είναι βγαλμένοι από τους απλούς ανθρώπους του τόπου του, του μικρού χωριού ή της μικρής πόλης. Άνθρωποι καθημερινοί με τις αδυναμίες, τα πάθη και τα λάθη τους. Ανάμεσά τους όμως αναδεικνύονται εκείνοι που κάνουν την υπέρβαση και προχωρούν μπροστά αντιπροσωπεύοντας το πιο προοδευτικό, συνειδητοποιημένο, ζωντανό και μαχητικό κομμάτι της κοινωνίας. Άνθρωποι ζωντανοί που ερωτεύονται, αγαπούν, πονούν, χαίρονται και επειδή αγαπούν τη ζωή αγωνίζονται για το κοινωνικό καλό χωρίς να υπολογίζουν τις θυσίες, τα βάσανα και τις στερήσεις. Πρωταγωνιστική θέση κατέχουν στα μυθιστορήματά του και διάφορα ζευγάρια με τους έρωτες, τις αγάπες και τις προδοσίες τους αλλά κυρίως τα ζευγάρια εκείνα που κατορθώνουν να διαμορφώσουν ποιοτικές σχέσεις ανάμεσά τους και να αντέξουν στις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής και του αγώνα.

Καλός γνώστης των καημών, των πόθων και των ονείρων των ανθρώπων του λαού αποτυπώνει με δυνατό ρεαλισμό τη ζωή τους με τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους αισιοδοξώντας πάντα για τον ερχομό καλύτερων ημερών και μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Ο ρεαλισμός αυτός αποτυπώνεται λογοτεχνικά με τις πολύ δυνατές, πλούσιες και λεπτομερείς περιγραφές τόπων και τοπίων, με οπτικές και ακουστικές εικόνες παρμένες από την ιδιαίτερη πατρίδα του, με τις εκπληκτικής ομορφιάς και δύναμης αντιθέσεις της φύσης και της ζωής των ανθρώπων, με τους διαλόγους και τους μονολόγους που ζωντανεύουν το κείμενο και προκαλούν συγκίνηση και δυνατά συναισθήματα καθώς μας επιτρέπουν να παρακολουθούμε τις εξωτερικές αντιδράσεις των ηρώων αλλά και τις πιο μύχιες σκέψεις τους, με τον λυρισμό, το πλούσιο λεξιλόγιο και τη χρήση της ντοπιολαλιάς.

Ανασυσταίνει πρόσωπα, γεγονότα, τόπους και παρουσιάζει την εξέλιξη των ηρώων του μέσα στο χρόνο και υπό την επίδραση των ιστορικών γεγονότων και των κοινωνικών αγώνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα έργα του θέτει ζητήματα της ποιότητας της ιδεολογικής δουλειάς που στόχο έχει πάντα τη διαμόρφωση της συνείδησης και τη διάπλαση του νέου ανθρώπου.
Οικονομικές αντιθέσεις, κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις κυριαρχούν στο σύνολο του έργου του. Δεν παρουσιάζει ωραιοποιημένες καταστάσεις αλλά δίνει ανάγλυφα τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τις αδυναμίες τους και τις κάθε είδους πιέσεις που δέχονται και τις ιδεολογικές συγχύσεις. Δεν μένει όμως εκεί, σε αδιέξοδες καταστάσεις. Οι βασικοί του ήρωες ξεχωρίζουν, είναι ιδεολόγοι, ευαίσθητοι, γιατί είναι μάχιμοι κομμουνιστές.

Η λογοτεχνία του δεν είναι ουδέτερη αλλά στρατευμένη στο πλευρό των φτωχών και καταπιεσμένων, στην υπηρεσία του σοσιαλιστικού οράματος, της διαπαιδαγώγησης ενός ανθρώπου απαλλαγμένου από τα ελαττώματα, τις αρχές και τα στερεότυπα της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Το μόνο έργο που έγραψε στην Ελλάδα ο Κώστας Μπόσης είναι το χρονικό Άη – Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941. Εξόριστος και ο ίδιος σε νεαρή ηλικία βίωσε το τρομακτικό μαρτύριο της πείνας. Από την εξορία λοιπόν ο Κώστας Μπόσης ανέδειξε με τη λογοτεχνική του πένα τα γεγονότα, κατέθεσε ένα έργο σπαρακτικό, μια συγκλονιστική μαρτυρία για τη ζωή των εξορίστων και το μαρτύριο στο οποίο υπεβλήθησαν με μοναδικό στόχο την εξόντωση τους με την εφαρμογή ενός οργανωμένου σχεδίου από τους δεσμοφύλακες τους που προκάλεσε την πείνα και οδήγησε στο θάνατο 33 εκτοπισμένους.

Το βιβλίο τυπώθηκε το Μάρτη του 1947 για λογαριασμό του Εκδοτικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ. Ανατυπώθηκε το 1948. Οι Ιστορικές Εκδόσεις το ανατύπωσαν επίσης το 1977. Για πολλά χρόνια ήταν χαμένο. Επανεκδόθηκε το 1995. Ο κ. Χρήστος Νταβαντζής, που απόψε βρίσκεται εδώ ανάμεσά μας, είχε την ιδέα και ήταν ο πρωτεργάτης της επανέκδοσης αυτής.

Η παρουσία του Κώστα Μπόση στη λογοτεχνική δημιουργία των πολιτικών προσφύγων αρχίζει το 1952 με τη συμμετοχή του στον τόμο Πεζογράφοι της Αντίστασης.

Το 1953 τυπώνεται το Εμείς θα νικήσουμε, βγαλμένο από την εποποιΐα του Γράμμου. Μαχητής ο ίδιος του ΔΣΕ στο Γράμμο είχε προσωπική εμπειρία των σκληρών μαχών και της αυτοθυσίας των μαχητών μπροστά σε υπέρτερες δυνάμεις. Νουβέλα που προβάλλει τον ηρωικό αγώνα του ΔΣΕ, προβληματίζει και επισημαίνει τα προβλήματα και τις αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες πολέμησαν χωρίς να λείπουν οι προσωπικές και οι ιδεολογικές συγκρούσεις και αφήνει ένα μήνυμα αισιοδοξίας για τη συνέχεια των αγώνων ακόμα και αν οι μάχες χάθηκαν και οι άνθρωποι σκοτώθηκαν.

Το 1956 εκδόθηκε ο α΄τόμος του μυθιστορήματος Δύσκολες μέρες. Ο Μπόσης με μεγάλη ρεαλιστικότητα, ζωντάνια και αφηγηματική δεινότητα γράφει για τις μέρες που ακολούθησαν από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας μέχρι και την πρώτη εποχή της οργάνωσης του δεύτερου αντάρτικου. Η εποχή της τρομοκρατίας στην ύπαιθρο και στα ορεινά χωριά με τη δράση των ληστοσυμμοριτών να σπέρνει το φόβο και τη βία στους ανθρώπους που πολέμησαν με το ΕΑΜ και υποστήριζαν το ΚΚΕ. Γεγονότα που τα βίωσε και ο ίδιος ο Μπόσης στην περιοχή της Άρτας μετά την απελευθέρωση.

Το 1962 είναι η χρονιά που εκδίδεται το μυθιστόρημα …και το τραίνο τραβούσε για τα ξεχερσώματα. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια πολιτεία στη Σοβιετική Ένωση, την περίοδο 1949 – 1953, σ’ ένα συνοικισμό ελλήνων πολιτικών προσφύγων.

Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι μαχητές του ΔΣΕ που βρέθηκαν σε αυτό τον τόπο πολιτικοί πρόσφυγες. Μέσα από τη δράση τους και την προσπάθεια προσαρμογής τους στο νέο περιβάλλον ο Μπόσης δείχνει με καθαρό και τολμηρό τρόπο τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις, τις απογοητεύσεις από αδυναμίες και λάθη είτε του Κόμματος είτε των Σοβιετικών και την προσπάθεια της διαμόρφωσης των ανθρώπων με τη διαπαιδαγώγησή τους στις αρχές και της αξίες της σοσιαλιστικής ιδέας και κοινωνίας.

Την επόμενη χρονιά το 1963 έγραψε και άλλο μυθιστόρημα με τίτλο Ο Κραβαρίτης. Το έργο απορρίφθηκε από το ΛΚ και εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1983. Ο Μεσοπόλεμος, η δικτατορία του Μεταξά, η Κατοχή και η Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ είναι οι χρονικές και ιστορικές στιγμές από τις οποίες αναδύονται και συγκρούονται οι άνθρωποι του μόχθου και οι άνθρωποι της εξουσίας. Από αυτούς τους δύο κόσμους ξεπροβάλλουν εκείνοι οι άνθρωποι που ορθώνουν το ανάστημά τους, συνειδητοποιούνται, αντιστέκονται, αγωνίζονται, έχουν όραμα και διεκδικούν μια νέα κοινωνία, ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή.

Πολλά χρόνια μετά και ενώ η Ελλάδα στενάζει από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, το 1971, έγραψε ένα ακόμα μεγάλο μυθιστόρημα, Ο Θωμάς ο Καρατζάς, το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα το 1978. Πρόκειται για μια τοιχογραφία της νεότερης ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας από το 19ο αιώνα έως και τα μεταπολεμικά χρόνια. Παράλληλα με την πορεία των ηρώων του παρακολουθούμε και την διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης του συγγραφέα. Με τη φωνή των προσώπων του μυθιστορήματος αναπτύσσει τις απόψεις του σε κρίσιμα ζητήματα του κομμουνιστικού κινήματος και των γεγονότων που ακολούθησαν την Εθνική Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο.

Το τελευταίο βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας είναι οι Αναμνήσεις. Εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1978 και είναι ιδιωτική έκδοση. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων, αφιερωμένη από τον ίδιο στο χωριουδάκι του τη Χώσεψη. Στα διηγήματα αυτά πρωταγωνιστούν άνθρωποι καθημερινοί, συναγωνιστές και σύντροφοί του. Ο συγγραφέας αφηγείται τις ιστορίες τους που ταυτίζονται με τους δρόμους της ζωής τους. Συγχρόνως παρουσιάζει την ιστορία ενός τόπου, εξηγεί την προέλευση ενός ονόματος, περιγράφει ένα γεγονός. Δεν αρκείται όμως μόνο σ’ αυτό αλλά επεκτείνεται σε πολιτικές αναλύσεις, ψάχνει τα αίτια, προσδιορίζει τις συνέπειες, τοποθετεί τα πάντα στις πολιτικές τους διαστάσεις συνδέοντάς τα με τους αγώνες του λαού σε διάφορες ιστορικές στιγμές και η ματιά του ακολουθεί τους ιδεολογικούς δρόμους της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας.

Οι αναμνήσεις συνίστανται στο γεγονός ότι όλες αυτές οι ιστορίες διαδραματίζονται και εξελίσσονται μέσα σε χώρους και τόπους που συνδέονται με την ιδιαίτερη πατρίδα του Μπόση και τους αγώνες του. Η κάθε αυτοτελής ιστορία εικονογραφεί τη φτώχεια, τη στέρηση, τη βιοπάλη, τις κοινωνικές συγκρούσεις, τις πολιτικές απόψεις, τις ιδεολογικές διαμάχες των πρωταγωνιστών. Μέσα από τη δράση των ηρώων ακούγεται η προσωπική φωνή του Μπόση καθαρή, χαμηλή, ήσυχη και σεμνή. Αυτή η αφήγηση και η έμμεση συμμετοχή δικαιολογεί τον τίτλο «Αναμνήσεις».

Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω το γεγονός ότι το λογοτεχνικό έργο του Κώστα Μπόση στο μεγαλύτερο μέρος του δεν είναι ακόμα γνωστό. Ο Κραβαρίτης και ….και το τραίνο τραβούσε για τα ξεχερσώματα είναι τα μόνα βιβλία που μπορεί να βρει κανείς στα ράφια κάποιων βιβλιοπωλείων. Αυτά τα δύο διατίθενται και στο χώρο της εκδήλωσης.Τα υπόλοιπα είναι δυσεύρετα ακόμη και στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Κάποια δεν κυκλοφόρησαν ποτέ στην Ελλάδα και είναι σπάνια.

Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα και έχει σχέση με την εκδοτική γραμμή των διαφόρων οίκων. Επειδή όμως τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε μια εκδοτική προσπάθεια στα πλαίσια της ανάδειξης έργων της αγωνιστικής λογοτεχνίας και της γνωριμίας τους με αυτά περισσοτέρων ανθρώπων και ιδιαίτερα των νέων καλό θα ήταν να δοθεί προσοχή στο λογοτεχνικό έργο του Κώστα Μπόση και να υπάρξει ενδιαφέρον για την επανέκδοσή του.

Δεν μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε ότι είναι και άγνωστο. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο και η προσωπικότητα του και σε αυτό έχει συμβάλει θετικά το διαδίκτυο.

Απόψε η παρουσία του γεμίζει αυτή την αίθουσα μέσα στην οποία στάθηκε νέος δάσκαλος κάποτε με αγάπη για τα παιδιά και όρεξη να τους διδάξει την αλήθεια . Μπορούμε να τον φανταστούμε να ανεβαίνει πάλι στην έδρα και να ακούσουμε τη φωνή του με νεανική ζωντάνια αλλά και σεμνότητα να μας λέει τούτα τα λόγια τα δικά του:

«… Κείνο το όνειρο της νιότης μένει ακόμα όνειρο…Για τα μεγάλα όνειρα δε φτάνει η ζωή και οι αγώνες μιας γενιάς…Μόνο με την ψήφο στις εκλογές και μια συνδρομή στο σωματείο τα όνειρα δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα…»

«Ο αγώνας συνεχίζεται. Πιο απότομη γίνεται η ανηφόρα…»

Αναδημοσίευση από το ΑΤΕΧΝΩΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου