Σελίδες

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Κριτική-παρουσίαση του βιβλίου του Κ. Μπόση, "...και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα" (άρθρο συνεργάτη)


Το βιβλίο του Κώστα Μπόση ...και το τραίνο τραβούσε για τα ξεχερσώματα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1962 στο Βουκουρέστι, από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις και κυκλοφόρησε στις κοινότητες των πολιτικών προσφύγων στις τότε Λαϊκές Δημοκρατίες. 36 χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, και σε δεύτερη έκδοση το 2013.
Σήμερα παρουσιάζουμε κριτική-παρουσίαση του βιβλίου που έγραψε για την ιστοσελίδα Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) η καλή φίλη της ιστοσελίδας, διαχειρίστρια του ιστολογίου ofisofi, την οποία και ευχαριστούμε πολύ. Πέρασαν περισσότερο από τρία χρόνια από τότε που η Σοφία έγραψε για την ιστοσελίδα μας κριτική-παρουσίαση για το βιβλίο του Κ. Μπόση Ο Κραβαρίτης (δείτε τη εδώ). Σε αυτό το χρονικό διάστημα στήριξε την προσπάθειά μας και συνέβαλλε με διάφορους τρόπους στην έρευνα και τη διάδοση του έργου του Κώστα Πουρναρά (Μπόση). Δεν θα απείχε λοιπόν από την αλήθεια, αν τη χαρακτηρίζαμε πολύτιμο συνεργάτη της ιστοσελίδας μας.

Ακολουθεί το άρθρο:

Κώστα Μπόση: ...και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα

Το 1962 εκδίδεται στο Βουκουρέστι από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις  το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά (Μπόση)  ...και το τραίνο τραβούσε για τα ξεχερσώματα. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια Πολιτεία, στη Σοβιετική Ένωση,  την περίοδο 1949-1953. Πρόκειται για ένα συνοικισμό Ελλήνων  πολιτικών προσφύγων.

«Τούτος ο τόπος δεν μοιάζει με την πατρίδα.»

Οι  πρωταγωνιστές του είναι άνδρες και γυναίκες, αντάρτες και αντάρτισσες  του Δημοκρατικού Στρατού, που βρήκαν καταφύγιο εκεί μετά το  τέλος του Εμφυλίου, αλλά και  σοβιετικοί πολίτες  με τους οποίους  συναναστρέφονται, αναπτύσσουν καλές ή κακές σχέσεις και δημιουργούν  φιλικούς ή προσωπικούς δεσμούς.

Από τις  πρώτες κιόλας σελίδες ο Μπόσης συστήνει τους ήρωες του μυθιστορήματος και  τους τοποθετεί μέσα στον  τόπο στον οποίο  μια καινούρια, διαφορετική ζωή  για αυτούς  επρόκειτο να αρχίσει.  Προσφυγιά. Η σκέψη συνεχώς στην πατρίδα που άφησαν, στα αγαπημένα πρόσωπα, στον αγώνα που χάθηκε, στους κυνηγημένους, στους νεκρούς. Ο κάθε ένας κουβαλάει μαζί του την προηγούμενη ζωή του, το παρελθόν του, τις συνήθειες του. Δύσκολες οι μέρες, δύσκολη η προσαρμογή.

Αγρότες οι περισσότεροι  «για πρώτη φορά στη ζωή τους δρασκελούσαν πόρτα εργοστασίου.»  Η δουλειά στο εργοστάσιο ορθώνεται βουνό. Αγράμματοι άνθρωποι ήταν, που πήραν τα όπλα για να αντισταθούν στον κατακτητή πρώτα και μετά να  αποτινάξουν και τη δική τους τη σκλαβιά, να φτιάξουν μια άλλη, νέα κοινωνία στηριζόμενη στην κυριαρχία του λαού και στο σοσιαλιστικό όραμα. Βρέθηκαν  ηττημένοι και κυνηγημένοι στην χώρα που κτιζόταν ο σοσιαλισμός.

Προσωπικές αδυναμίες  και φιλοδοξίες, αντιδικίες,  προβλήματα  προσαρμογής, και  συγκρούσεις  δοκιμάζουν συνεχώς τους ήρωες  και τους προκαλούν  να κάνουν το βήμα προς τα μπρος, να αποτινάξουν την παλιά τους ζωή, τις συνήθειες τους και να φτιάξουν μια καινούρια, ταιριαστή με το όραμα τους. Οι δυσκολίες πολλές γιατί  οι νοοτροπίες ήταν διαφορετικές. Οι αντάρτες και οι αντάρτισσες ήταν απλοί άνθρωποι  με συντηρητικές αντιλήψεις, εικόνα της κοινωνίας  που έζησαν και του περιβάλλοντος που μεγάλωσαν. Πόσο εύκολο ήταν να απαλλαχθούν από αυτές;

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1962)
«Στην πατρίδα είχες τον εχτρό μπροστά σου, ολοζώντανο, με κόκκαλα και κρέας. Στο μπουντρούμι  σου μαύριζε το κορμί με το βούρδουλα, σου‘ ριχνε λάδι  καυτό στις πληγές, σ’ έκαιγε με πυρωμένο σίδερο... Στην εξορία σ’ έλιωνε με την πείνα, τη γύμνια... το «επ’ αόριστο». Στην παρανομία τον ένιωθες να παραφυλάει κρυμμένος πίσω από κάθε γωνιά... Στο βουνό τον έβλεπες να ’ρχεται καταπάνω σου με το όπλο στο χέρι... Τα κουσούρια σου πήγαιναν στην πάντα. Έσφιγγες τα δόντια και μάζευες δύναμη, γιατί σε κάθε βήμα, κάθε ώρα και στιγμή ο ένας έπρεπε να βάλει τον άλλο κάτω. Ενώ δω ο εχτρός δε φαίνεται. Ούτε και υποψιάζεσαι πως υπάρχει. Είναι μέσα σου. Ζει στη σκέψη , φωλιάζει στην καρδιά, στις παλιές συνήθειες... Οι παρτιζάνοι στον τόπο τους ήταν οι πρώτοι και καλύτεροι. Ενώ εδώ... Οι άλλοι προχώρησαν 40 τόσα χρόνια, έχτισαν καινούριο κόσμο, έπλασαν καινούριο άνθρωπο... Ένα αίσθημα κατωτερότητας ανακατεύεται με μια δόση ζήλιας και φθόνου και ξεσπάει σαν αντίβαρο σε εθνικές τάσεις...»

Μέσα σε αυτές τις ιδιόμορφες συνθήκες γεννιούνται  νέα  ζητήματα  όπως αυτά της πειθαρχίας και του σεβασμού της σοσιαλιστικής περιουσίας. Οι διαμάχες με τους Σοβιετικούς  είναι συχνές και κάποιοι Έλληνες  βρίσκουν την ευκαιρία να καλλιεργήσουν το σοβινισμό. Ο ένας κατηγορεί τον άλλο μέσα στις συνελεύσεις  της Κομματικής  Επιτροπής  με κριτήριο την αγάπη για το σοβιετικό καθεστώς ή όχι, συχνά για να καλύψουν προσωπικές αδυναμίες. Δεν λείπουν οι συκοφαντίες και οι  προσπάθειες εξόντωσης  των αντιπάλων .

Ο Μπόσης με εξαιρετικό τρόπο αποδίδει όχι μόνο  την εσωτερική πάλη των ηρώων για προσωπικά και ιδεολογικά ζητήματα αλλά επιμένει ιδιαίτερα  στην αντίθεση του παλιού ανθρώπου με τον άνθρωπο μιας νέας κοινωνίας μέσα από την περιγραφή και τη δράση των σοβιετικών αντιπροσώπων του κόμματος.

«- Δε με καταλάβατε σ. Σπύρο. Η ουσία βρίσκεται κάπου αλλού...Έχετε τους δικούς σας συνοικισμούς, τις δικές σας οργανώσεις, τα δικά σας έθιμα...Στα σπίτια, στους δρόμους, παντού, τον περισσότερο καιρό μιλάτε για τον τόπο σας, τους αγώνες σας, τους συγγενείς σας, που βρίσκονται στην Ελλάδα...Αυτό, απ’ τη μια μεριά, είναι καλό. Έτσι διατηρείτε τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τις παραδόσεις σας...Έχει όμως και τα αρνητικά του. Μείνατε μια παροικία κλεισμένη στον εαυτό της. Πέρα απ’ το φράχτη της δεν πάτε να δείτε τι άνθρωποι ζουν, τι όνειρα έχουν, τι αρετές, τι ελαττώματα...Αναπνέετε τον ίδιο αέρα κι αν τύχει και μολυνθεί... Όλες οι εκδηλώσεις σας περιορίζονται στο δικό σας, το εθνικό περιβάλλον. Ούτε  επισκέψεις δεν κάνετε σε οικογένειες ρούσικες ή ουζμπέκικες. Αν εξαιρέσουμε την παραγωγή και το φουτμπόλ, σ’ όλα τα άλλα στεκόσαστε λίγο μακριά απ’τη σοβιετική ζωή...Αυτό κλείνει κινδύνους...Ο Σοβιετικός άνθρωπος έχει δεσμούς αίματος με τη σοβιετική εξουσία. Είναι η μάνα του που τον γέννησε, τον ανάθρεψε τον προστατεύει με τα στήθια της και τη ζωή της και την αγαπάει σαν τη μάνα του, έστω κι αν έχει ελαττώματα. Κι ωστόσο βρίσκονται και σε μας άνθρωποι, από κείνους που δεν πόνεσαν για τούτο τον τόπο, για τούτο το καθεστώς, ιδιαίτερα νέοι, που πέφτουν θύματα της ξένης προπαγάνδας.»

Η δουλειά στο εργοστάσιο απαιτεί γνώσεις και οι ήρωες μας έρχονται αντιμέτωποι με μια ακόμη πρόκληση, το σχολείο. Είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουν μαθήματα, να μάθουν τη γλώσσα, να διαβάζουν, να γράφουν, να μετρούν, να μάθουν να σκέφτονται πιο σύνθετα, αλλά και για να μπορέσουν να εξελιχθούν στον τομέα της εργασίας και της παραγωγής και να κατανοήσουν τις αλλαγές και τα χαρακτηριστικά του σοσιαλιστικού συστήματος.

Κάποιοι από αυτούς κατορθώνουν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και πετυχαίνουν  όχι μόνο να διεκδικήσουν μια θέση στο Πανεπιστήμιο, αλλά να εισαχθούν σε αυτό, αλλάζοντας εντελώς τη ζωή τους.

Ο Μπόσης δείχνει τα  διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζαν   στις διαπροσωπικές τους και κομματικές τους  σχέσεις. Από τη μια οι αγνοί αγωνιστές που προσπαθούν να διορθώσουν τις αδυναμίες τους από την άλλη οι αριβίστες, οι συμφεροντολόγοι που προσπαθούν με διάφορους δόλιους τρόπους να φέρουν το κόμμα στα μέτρα τους. Οι συγκρούσεις στο κόμμα παρουσιάζονται ως προσωπικές αντιπαραθέσεις κυρίως και όχι  ως αποτέλεσμα πολιτικών και ιδεολογικών διαφωνιών και αντιπαλοτήτων που έχουν σχέση με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, τη σοβιετική εξουσία και κοινωνία.

(1998)
«Είναι κρίμα κι άδικο, σ. Σπύρο, να’ρθουν εδώ άνθρωποι, που στα βουνά της πατρίδας σας έδιναν χωρίς τσιγκουνιά το αίμα τους για μια καλύτερη ζωή, και να φύγουν έστω και ψυχραμένοι. Μιλάω για τους πολλούς, για τους καλούς, γιατί σε τόσους θα είχατε και χαλασμένους. Δεν πρέπει να προχωρήσει το κακό, γιατί τότε θα μπουν στη μέση τα μίση, η έχθρα, η εμπάθεια, θα βλέπουν άσπρο και θα λένε, θα το πιστεύουν κιόλας, πως είναι μαύρο. Ποιος θα φέρνει την πολιτική ευθύνη; Ο απλός κόσμος; Φυσικά όχι. Εσένα κι εμένα θα τραβήξουν απ’ τ’ αυτί κι όχι τον Καστράκη και τα «παιδιά» του..

- Ξέρω πως έχει αδυναμίες, σ. Τιγανένκο, αλλά δεν το χωράει ο νους μου να το πιστέψω, πως ξεκινάει συνειδητά...

- Μπορεί να ξεκινάει από μικροαστισμό και φιλοδοξία. Πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ το κόμμα και το σοσιαλισμό βάζει τον εαυτό του και καταφεύγει, όταν συναντάει εμπόδια, σε ενέργειες αντικομματικές, τυχοδιωκτικές, κάποτε και σε ψέματα και  σε καθαρή εξαπάτηση. Αντί να αναλάβει την ευθύνη, πάει να τη φορτώσει σε κάποιον άλλο.»

Πρωταγωνιστικό ρόλο  στην ιστορία έχει ο Στέργιος  ο Σουλιώτης  «ως τα 15-16 χρόνια ζούσε στο χωριό του» «ένα χωριό σκαρφαλωμένο στις κακοτράχαλες πλαγιές της Λάκκας –Σούλι».  Γιδοβοσκός  που η ζωή του δεν είχε ξεφύγει από τα όρια του χωριού του. Οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια, στα χρόνια του εμφυλίου, βγήκε στο βουνό.

«Έφτασε σε τούτο τον τόπο  χωρίς ανησυχίες και χωρίς φιλοδοξίες, με τη συνείδησή του ήσυχη  και την ελπίδα σ’ ένα χρόνο, βαριά δυο, να γυρίσει μαζί με τους άλλους στην πατρίδα»

Από την πρώτη στιγμή, παράλληλα με τον αγώνα του Σουλιώτη να προσαρμοστεί στο καινούριο περιβάλλον, να δεχθεί όλες εκείνες τις αλλαγές που θα μεταμορφώσουν τη ζωή του, παρακολουθούμε τη γέννηση του έρωτα του για τη νεαρή σοβιετική, τη Σόνια. Πρωτόγνωρα συναισθήματα αναστατώνουν την καρδιά του ήρωα στη θέα της νεαρής κοπέλας «Όμορφη που’ ναι ο δαίμονας!» «Σα νεράιδα!...»

Ο έρωτας αυτός  που βρίσκει το αντίκρισμά του στην καρδιά της Σόνιας κυριαρχεί με διάφορους τρόπους στο μυθιστόρημα. Δεν ακολουθεί μια σταθερή πορεία, αλλά περνά μέσα από διάφορες φάσεις  και κακοτοπιές, έρχεται αντιμέτωπος με τα αντίζηλα αισθήματα ενός άλλου προσώπου σημαντικού στην εξέλιξη της υπόθεσης, του Καστράκη.  Μέσα από όλα τα εμπόδια που συναντά το ζευγάρι, ο συγγραφέας προβάλλει τα προβλήματα που δημιουργεί η διαφορετικότητα των προσωπικοτήτων τους και των ζωών τους, οι αλλιώτικες συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε ο καθένας τους,  αλλά και  πώς η συμπεριφορά της Σόνιας που ενσαρκώνει κατά κάποιον τρόπο το νέο άνθρωπο τον απαλλαγμένο από τις συντηρητικές ιδέες, που αγωνίζεται για την εδραίωση της νέας κοινωνίας,  επιδρά στην αλλαγή της προσωπικότητας του Σουλιώτη «το γίδι’ απ’ τη Λάκκα – Σούλι...έγινε πολιτισμένος, μορφωμένος άνθρωπος»

Παράλληλα με αυτό το  διαφορετικό ζευγάρι, ένας έλληνας και μια ρωσίδα, δρουν ο Σαράβας και η γυναίκα του η Ανθούλα, ο Κεραμής και η Βασίλω. Ο κάθε χαρακτήρας με δική  του δράση  και καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της κατάστασης στην Πολιτεία.  Πολλά τα ανώνυμα πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν το πλήθος  των ελλήνων πολιτικών προσφύγων  και των σοβιετικών εργατών και πολιτών

Τα χρόνια περνούν, οι έλληνες εδραιώνονται. Οι ζωές των περισσότερων αλλάζουν, αλλά πολλές φορές  η νοσταλγία για την πατρίδα έρχεται να τρυπώσει στην καρδιά τους.  Ο νους τους ταξιδεύει εκεί κάτω, κάνοντας συγχρόνως  τις αναπόφευκτες συγκρίσεις του τότε και του τώρα.

Το πέταγμα του νου του Σουλιώτη στο χωριό του, τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, μπροστά στο παράθυρο  του νέου του διαμερίσματος που σηματοδοτεί την  αλλαγή στη ζωή του δίπλα στη γυναίκα που αγαπά είναι δηλωτική της ψυχικής του κατάστασης

«Κι ο Σουλιώτης καθώς στεκόταν πίσω απ΄το παράθυρο, κρατώντας την κουρτίνα, και σκεφτόταν, κι ανακάτευε τα περασμένα με τα τωρινά, τον εαυτό του με την αδερφή του, αναστέναξε: «Μανούλα μου! Πατερούλη μου! Αδερφούλα  μου!  Τώρα κατάλαβα πόσο φτωχοί είσαστε»

Ο νους του πέρασε όλα τα βουνά της Ηπείρου, πήδηξε στο Γράμμο κι ως το Βίτσι, ήρθε σε τούτα τα μέρη. Σκέφτηκε όλο το δρόμο που περπάτησε, και στάθηκε στην αποψινή βραδιά. Γύρισε ξανά στην πατρίδα, στο μαντρί.  Είδε την αδερφή του να βγαίνει μέσα απ’ τον πυκνό λόγγο, με τα μαλλιά ανακατεμένα. Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, σωριάστηκε στο χώμα και, καθώς σήκωνε τον αγκώνα να σκουπίσει τον ιδρώτα, παραμέρισε το χιτώνιο, είχε ξεκαρφωθεί η παραμάνα, και φάνηκαν από κάτω λερωμένα κουρέλια, που σκέπαζαν το αδύνατο κι αχαμνό κορμί της. Γύρισε αλλού τα μάτια του από πόνο και ντροπή κι άκουσε μια γλυκιά φωνή, όλο παράπονο:  «Στέργιο! Στείλε μου ένα φουστάνι!». Κι έσβησε η φωνή της αδερφής κι ακούστηκε  του  πατέρα: «Παιδί μου, τέλειωσε το καλαμπόκι. Αν μπορείς...’ Κι έσβησε και τούτη κι ακούστηκε της μάνας: «Γιόκα μου, σε καρτερούμε. Έλα.» Κι ένιωσε μέσα του ένα αίσθημα τύψης κι ενοχής. Και ξεχείλισε η καρδιά του από πόνο.»

Σε όλη την ιστορία  γίνεται ένας αγώνας αλλαγών τόσο σε επίπεδο κοινωνίας όσο και σε επίπεδο συνειδήσεων. Γι’ αυτό ο τίτλος  μπορεί να ερμηνευθεί διπλά. Τα ξεχερσώματα  είναι η προσπάθεια  των σοβιετικών να κατακτηθεί η στέπα και να κτιστούν καινούριες πολιτείες  στηριγμένοι στην εθελοντική δουλειά των  σοβιετικών ανθρώπων. Μπορεί όμως  να είναι και η διαμόρφωση του νέου ανθρώπου μέσα από τη διαπαιδαγώγηση  του στις αρχές και τις αξίες της σοσιαλιστικής ιδέας.  Η απαλλαγή από  τα στερεότυπα και τις  αντιλήψεις  που καλλιέργησε ο καπιταλισμός.

Και αυτό το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται για τις πολύ όμορφες περιγραφές του, τους  εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων, τις  έντονες ψυχολογικές διακυμάνσεις και εσωτερικές συγκρούσεις και με τις σκέψεις  τους να πηγαίνουν από το παρελθόν στο παρόν  μπορούμε να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα τους.

Η ιστορία τελειώνει με τον Σουλιώτη να κάνει αποτίμηση της ζωής του και να εκθέτει την εικόνα του σοβιετικού ανθρώπου έτσι όπως αυτός την προσέλαβε και την εξομολογείται στην  Σόνια.

«Ο Σοβιετικός άνθρωπος...έμοιαζε με τη μάνα μου, που κατάντησε μια χουφτούλα πετσί και κόκαλο απ’ την πολλή δουλειά και τη μεγάλη στέρηση, με τον πατέρα μου, που έχει τις απαλάμες σκληρές σαν αργασμένο δέρμα κι απ’ τα μαλλιά  ποτέ δεν του απολείπουν τα χώματα, με την αδερφούλα μου, που δεν έχει φουστάνι να φορέσει, και τον αγαπάς σα μεγαλύτερο αδερφό, σα φίλο γκαρδιακό, και τον αγαπάς   ακριβώς γιατί είναι άνθρωπος  και όχι υπεράνθρωπος...»

(β΄ έκδοση, 2013)
Ο  Κώστας Μπόσης   ζώντας ως πολιτικός πρόσφυγας  αρχικά στην Τασκένδη  και μετά στη Ρουμανία  είχε προσωπική εμπειρία της προσπάθειας που έγινε στη Σοβιετική Ένωση μετά τον πόλεμο να ανασυγκροτηθεί και να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της. Εκείνο που έβλεπε  ήταν η προσπάθεια να προχωρήσει  η σοσιαλιστική ιδέα ξεπερνώντας αδυναμίες και αντιξοότητες. Το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να ενταχθεί στη λογοτεχνία  που διαπνέεται από τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο συγγραφέας και η λογοτεχνία πρέπει να εκφράζουν τον νέο άνθρωπο τον επηρεασμένο από τις σοσιαλιστικές ιδέες που γκρεμίζει τον παλιό κόσμο και οικοδομεί τον  καινούριο. Έτσι η λογοτεχνία διαπαιδαγωγεί και διαμορφώνει χαρακτήρες με υψηλά ιδανικά και αξίες και βοηθάει στην επικράτηση των προοδευτικών ιδεών και στη δημιουργία πρωτοπόρων ανθρώπων. Οι λογοτεχνικοί ήρωες αποδίδονται στην ολότητά τους ως πρόσωπα δρώντα θετικά και αρνητικά, αλλά οι βασικοί ήρωες αντιπροσωπεύουν την πλέον θετική εικόνα του ανθρώπου.

Ο Κώστας Μπόσης  μέσα σε αυτή την καινούρια κοινωνία τοποθετεί τους συντρόφους του μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, πολιτικούς πρόσφυγες πλέον και μέσα από τη δράση τους και την προσπάθεια προσαρμογής τους δείχνει με καθαρό και τολμηρό τρόπο  τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις ενδεχομένως και τις απογοητεύσεις από αδυναμίες και λάθη είτε του κόμματος είτε των σοβιετικών, που διαμορφώνουν τελικά τους χαρακτήρες τους και τους μεταπλάθουν σε ανώτερους ανθρώπους.

Μέσα από τα λόγια του Σουλιώτη αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει το Σοβιετικό άνθρωπο για τους αγώνες του και την βοήθειά του σε όλους εκείνους που κατέφυγαν εκεί κυνηγημένοι και τη συμβολή του στην δημιουργία νέων ανθρώπων.

«Κι απόψε που είμαι χαρούμενος κι η ψυχή μου εύφορη –σαν το πλούσιο οργωμένο χωράφι- για λόγια αγάπης, απόψε που κάθε μιζέρια καταχωνιάζεται στις σκοτεινές γωνιές σαν τις νυχτερίδες στα χαλάσματα, όταν τις χτυπάει το φως, θέλω να σας πω ένα ευχαριστώ...»

Κώστας Μπόσης, ...και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου