Σελίδες

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

"Έτσι ήταν ο κόσμος πάντοτε, έτσι είναι και σήμερα, έτσι θα είναι και αύριο. Έτσι τον έφτιαξε ο θεός..."



Εδώ και κάμποσα χρόνια η ζωή του χωριού, σκληρή σαν τα πέτρινα βουνά του τόπου, έδειχνε να μη σαλεύει καθόλου. Στο κέντρο του χωριού καμιά τριανταριά σπίτια και τ’ άλλα σκόρπια στους τέσσερους ανέμους .

Τα παιδιά γεννιούνταν στα χωράφια το καθένα με το ριζικό του, εκεί μεγάλωναν,όσα μεγάλωναν, και κει πέθνησκαν, όταν έρχονταν το «πλήρωμα του χρόνου».

Το σπίτι, το χωράφι, το μαντρί και τα ζωντανά όλος ο κόσμος. Τύχαινε και ολόκληρη βδομάδα να μη σταυρωθούν δυο άνθρωποι να πουν μια καλημέρα. Στις οχτώ ή στις δεκαπέντε πετιούνταν κανένας στην εκκλησιά να κάνει δυο κλώνια σταυρό, να κουβεντιάσει με τους άλλους για τις κακομοιριές του, να βρει δανεικό αλεύρι…

Η φτώχεια ήταν πράμα θεϊκό. Έπρεπε να υποφέρει ο δούλος του θεού σε τούτο τον ψεύτικο κόσμο, για να κερδίσει τον αιώνιο. Δεν παραπονιουνταν, γιατί κανένας δεν τους… αδικούσε. Ούτε ζήλευαν, γιατί όλοι βρίσκονταν στην ίδια μοίρα.

Κι αν ξεχώριζαν δυο – τρεις, ο Τσικνής, ο δάσκαλος και ο παπάς… Με τον ιδρώτα του προσώπου τους κέρδιζαν κι αυτοί το ψωμί τους. Άλλωστε, ο πάσα – ένας δεν μπορεί να γίνει πρόεδρος, δάσκαλος ή παπάς και το χωριό χωρίς «κεφάλια» θα χάνονταν.

Πάλευαν με τη γη, με τον καιρό, με τους γειτόνους, αρχίζοντας, και ζούσαν «ήσυχοι», γιατί είχαν βρει την «απόλυτη» αλήθεια: Έτσι ήταν ο κόσμος πάντοτε, έτσι είναι και σήμερα, έτσι θα είναι και αύριο. Έτσι τον έφτιαξε ο θεός.

Μα η ζωή, ό,τι κι αν πεις, είναι ζωή. Ο Χρήστος ο Φλώρος – γραμματοδάσκαλος και δεξιός ψάλτης- που μάθαινε τα παιδιά ανάγνωση και αριθμητική και τον συντηρούσε το χωριό, γέρασε. Κράτησε ως τα στερνά το πρώτο στασίδι και το ψαλτιλίκι και παραχώρησε το δασκαλίκι στο γιο του, που είχε δίπλωμα.

Στην πλατεία έφτιαξε πρώτα η εκκλησία ένα μικρό μαγαζί και σε λίγα χρόνια φύτρωσαν κι άλλα τρία. Τα βραδάκια – ακόμα και τις καθημερινές- μαζεύονταν παρεούλες για κανένα ούζο. Το ούζο έφερνε το τσιγάρο, το τσιγάρο τις συζητήσεις, τους καυγάδες κι άναβαν τα αίματα.

Έβαλαν τηλέφωνο και στις αρχές όλοι τους ήταν σίγουροι πως κάποια παγίδα τους είχαν στήσει, να τους μαζεύουν τους παράδες. Πώς μπορούσε να μιλάς εδώ ,και σιγά μάλιστα ,και ν΄ ακούγεται μακριά ,στην πόλη και πιο πέρα ακόμα;

Ο Κατραμάς,  μπακάλης ,για να τραβήξει πελατεία, έφερε γραμμόφωνο κι ο κόσμος κοίταζε μέσα στο χωνί κι έψαχνε κάτω απ΄ τον πάγκο vα βρει τοv τραγουδιστή . Ο δάσκαλος διάβαζε κάποτε εφημερίδα, την έδινε και στον παπά. Ζήλεψε ο πρόεδρος κι αγόρασε κι αυτός , μια-δυο φορές το μήνα , να τον βλέπουν οι χωριανοί , να τoν σέβονται  και να τον ακούν.

Κάμποσοι πήγαιναν σ’ άλλα μέρη να βρουν δουλιά. Εκεί ανακατεύονταν με άλλους ανθρώπους, κάτι άκουγαν, κάτι μάθαιναν και γύριζαν μ’ άλλον αέρα στο Κακοχώρι. Μερικοί έστειλαν τα παιδιά τους σε μεγαλύτερα σχολειά. Πολλοί νέοι ξενητεύονταν…

Έφτασε ο εισπράκτορας, ο χωροφύλακας, ο δασικός… και βοήθησαν τη σκέψη του αγρότη. Έτσι η παλιά «κάλμα» τελείωσε. Άλλαξε το κλίμα και στην ατμόσφαιρα πλανιέται τώρα κάποια ανησυχία.

Τα «κεφάλια» του χωριού, για να φυλάξουν το λαό, που τους είχε εμπιστευτεί ο θεός και το κράτος, για να τον σκιάξουν, έλεγαν πως αλλού, εκεί κατά τη Ρωσία, έγιναν και γίνονται τέρατα και σημεία. Οι αγρότες απ’ τη μια φοβήθηκαν κι απ’ την άλλη πονηρεύτηκαν. Θα ήθελαν να μάθουν τι σόι ήταν εκείνα τα «τέρατα και σημεία».

[Άλλο ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση «Ο ΚΡΑΒΑΡΙΤΗΣ», που (ξανα)διαβάζω αυτόν τον καιρό. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1983.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου