Σελίδες

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

-Σκάβουμε το δρόμο της προόδου, της ανάγκης.

Σωζόμενο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου,
στον Αη Στράτη.
Αργότερα, βρέθηκα στης ζωής το σταυροδρόμι, δεξιά δρόμος πλατύς στρωμένος από αιώνες. Πατημένος από μυριάδες. Πλήθη περνούσανε, βαδίζανε, χάνονταν. Πέρα φάνταζε χλοερό λιβάδι. Πολιτείες πανώριες. Κι άκουγες λαγούτα και βιολιά.  Ζωή, κίνηση, χαρά. Ζερβιά ένα μονοπατάκι, μόλις ξεχώριζε, ανάμεσα από πέτρες και κλαδιά. Μια χούφτα άνθρωποι δουλεύανε, σκάβανε το μονοπάτι. Τους ζύγωσα περίεργα.



-Γεια χαρά σας.

-Καλώς μας ήρθες.

Ροζιασμένα χέρια, μπράτσα ατσαλένια, πρόσωπα σκαμμένα απ’ τις στερήσεις, απ’ τις έγνοιες, ούτε ΄γω ξέρω. Στα μάτια μια αλλιώτικη λάμψη σπίθιζε και μιλούσανε απλά, μιλούσανε με θέρμη. Τα λόγια τους βγαίνανε απ’ την καρδιά. Ένιωθες σιγουριά κοντά τους. Σε κατακτούσαν απ’ την πρώτη ματιά. Και μέσα μου ανάβλυσε ένα αίσθημα που η ζωή μου στέρησε, η αγάπη.

-Πώς σας λένε; Ρώτησα.

-Μουτζούρηδες.

-Τι κάνετε αυτού;

-Σκάβουμε το δρόμο της προόδου, της ανάγκης.

Κοίταξα προσεχτικά, δε σκάβανε με τσαπιά, με κασμάδες, σκάβανε με τα νύχια και τα δόντια. Και ο τόπος ήταν τόσο σκληρός που δεν έπαιρνε άλλο. Στουρνάρια, ρίζες, χαμόκλαδα. Ποτίζανε την ξερή γη μ’ αίμα κι ιδρώτα. Κοίταξα πίσω. Μια ματωμένη γραμμή. Κοίταξα δεξιά-ζερβά, σωροί κόκαλα, και δω και κει πολύ κοντά σταυροί. Και κάθε λίγο και καινούργιος έμπαινε.

-Και τι είναι τούτοι οι σταυροί, οι σωροί τα κόκαλα;

-Είναι η πληρωμή, απάντησαν.

Κοίταξα μπροστά. Φόβος και τρόμος, ανηφοριά και λόγγος και πέτρες. Το μυαλό μου δε μπορούσε να το πιστέψει πως μπορούσε να σκαφτεί δρόμος.

-Και θα μπορέσετε σεις ν’ ανοίξετε δρόμο, λεωφόρο, ανάμεσα σ’ αυτά τα λόγγα και τους γκρεμούς; Εσείς, μια χούφτα άνθρωποι;

-Ναι, μ’ απάντησαν. Θα γελούσα κι όμως ρίγησα. Κείνο το «ναι» ήτανε όλο πίστη και αυτοπεποίθηση, με τάραξε. Το πίστεψα σχεδόν κι εγώ.

-Είμαστε λίγοι, ξανάπανε, μα η θέληση μεγάλη, ωκεανός η πίστη, βουνό η αντοχή κι ύστερα θα ’ρθουν κι άλλοι, πολλοί, πάρα πολλοί. Η ζωή, η ανάγκη θα τους φέρει. Θα τους σπρώξει.

-Και θα θυσιαστείτε σεις για ποιον, για τους άλλους;

-Χωρίς τη θυσία τίποτα το καλό δε θα φυτρώσει στη γη. Αυτό λέει η ιστορία του κόσμου. Θα θυσιαστούμε για τον εαυτό μας, η θυσία μας θα ‘ναι για τους άλλους.

-Γιατί δεν ακολουθείται τον άλλο δρόμο; Είναι κιόλας καμωμένος, πλατιά λεωφόρος. Δεν έχει σταυρούς, κόκαλα, ούτε ανηφοριές. Το τέρμα είναι ξεκάθαρο. Λιβάδια πράσινα, όμορφες πολιτείες. Χαρά κι ευτυχία. Από δω τίποτα δε φαίνεται. Μόνο κορφές πανύψηλες, χωμένες στην αντάρα και τα σύννεφα. Που βγαίνει; Ίσως πίσω απ’ τα βουνά να ‘ναι γκρεμός.

-Ο δρόμος δεξιά δεν έχει σταυρούς και κόκαλα, έχει όμως βάλτους που δε φαίνονται. Βάραθρο. Δεν σταυρώνεται ένας-ένας. Αλλά πέφτουν κοπάδια, ξεκληρίζονται γενεές ολόκληρες. Τα λιβάδια, οι ομορφιές και τα τραγούδια, η παραδεισένια ζωή είναι η προβολή των πόθων και των καημών του κόσμου. Είναι τα καρβέλια που βλέπει ο νηστικός στον ύπνο του. Κείνος ο κόσμος είναι τα’ αντικαθρέφτισμα που βλέπει ο Βεδουίνος στην έρημο και που ποτέ δεν το φτάνει. Ο κόσμος αυτός είναι φτιαχτός. Κι ο δρόμος είναι της ρουτίνας και της καταστροφής. Τούτος δεν έχει γκρεμούς. Έχει αντάρες και σύννεφα και εμπόδια και δυσκολίες, μα είναι σίγουρος. Τραβάει πάνω, πιο πάνω, πάντα μπροστά και πάντα στο καλό.

Κι άρχισαν να μου μιλάνε για τους κλέφτες και τους κλεμένους. Για τους δουλευτάδες που πεθαίνουν απ’ την πείνα και τους τεμπέληδες που σκάνε απ’ την πολυφαγία. Τ’ αφεντικά, τις κυράδες με τα πιάνα και τους μπεμπέδες με τα βρακάκια και τα φτωχόπαιδα που δεν είδανε Θεού πρόσωπο. Στο σημείο αυτό τους κοίταξα προσεχτικά. Μη και με γνώριζε κανένας; Πόσο κείνα που λέγανε έμοιαζαν με τα δικά μου! Μου μίλησαν για κείνους που κάνουν θάματα τα χέρια τους και δεν έχουν τίποτα. Μου μίλησαν για αντίθετες δυνάμεις που παλεύουν στη ζωή ακατάπαυστα, οι παλιές με τις καινούργιες, και πως πάντα αργά η γρήγορα νικάνε οι καινούργιες.

Πόσο όμορφα μιλούσανε, πόσο ρίζωναν τα λόγια τους στην καρδιά μου, πόσο αληθινά ήτανε, πόσο καθαρά! Χτύπησα το κεφάλι μου, τόσο απλά και να μην τα καταλάβω τόσον καιρό;… Από τότε, σύντροφοι, δεν ξεχώρια απ’ την παρέα τους. Και δεν το μετάνιωσα. Καλά θα ήταν, βρε παιδιά, να έβλεπα τη νίκη. Αλλά δεν είναι στο χέρι μου. Μα όποιος δεν είναι έτοιμος να πεθάνει σήμερα ούτε αύριο θα ‘ναι. Να ‘χα όμως να χόρταινα, προτού πεθάνω, ένα κουρκούτι, έστω λίγα χόρτα, ας είναι κι άβραστα.

Κοιταχτήκαμε, αλλά που να βρεις τέτοιο πράγμα.

-Σεραφείμ, μη φωνάζεις, μη μιλάς πολύ.

-Να μη μιλήσω πολύ γιατί; Για να οικονομήσω δυνάμεις; Για να ζήσω μια ώρα το πολύ περισσότερο; Δε βαριέστε, βρε παιδιά!... σε λίγο θα ‘χω καιρό να ξεκουραστώ. Ύστερα αυτές τις στερνές ώρες θέλω να μιλήσω με σας, σύντροφοι, με σας που αγώνες χρόνια μας έδεσαν, που ζήσαμε μια ολάκερη ζωή με τα καλά της και τις αναποδιές της πάνω στον ξερόβραχο αυτό, με τα πείσματα, τις γκρίνιες και τις αγάπες, με τις μικροχαρές και τις μεγάλες αγωνίες. Θέλα να μιλήσω όσο μπορώ περισσότερο με σας που μας κλείσανε σ’ έναν τάφο ζωντανούς. Λίγες στιγμές που θα μιλήσω μαζί σας θ’ αξίζουν περισσότερο από ώρες ολόκληρες που θα ζούσα βουβός. Αν τα κατάφερνα να μιλήσω πιο δυνατά και πιο γρήγορα θα το ‘ κανα.

Όξω φύσαγε βοριάς. Το νησί ήτανε κάτασπρο κι ήταν νύχτα. Σύχασε λίγο, ο χάρος όμως ζύγωσε. Τα πόδια του κρύωσαν, τα χέρια του το ίδιο. Άρχισε να κόβεται.

-Βρε Καρακώστα! Θα πας καμιά φορά κατά το Βόλο; Χαιρέτα μου μωρέ την εργατιά. Πές τους πως ο Τσώνος δεν τους ντρόπιασε. Μια χούφτα κόκαλα ήταν μα κονταροχτυπήθηκε παλικαρίσια με το χάρο. Κι όταν η κόκκινη παντιέρα ανεμίσει πάνω από πολιτείες και χωριά, σε καράβια κι εργοστάσια, θέλω να πεταχτείτε μια στιγμή κι ως εδώ στο ξερονήσι. Να στήσετε μια και στο μνήμα μου και να φωνάξετε: «Σεραφείμ, νικήσαμε, εκδικηθήκαμε».

...............................................................................................

Ο Αη Στράτης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σαν τόπος εξορίας το 1929. Χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες αγωνιστές θα ακολουθήσουν για πολλά χρόνια. Από το 1935 μέχρι στις 16 Ιούλη 1943, το μητρώο της ομάδας των εξορίστων κατέγραψε 950 περίπου αγωνιστές του λαού στο νησί του μαρτυρίου. Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μια ομάδα εξορίστων βρίσκεται πάνω στο νησί. Ανάμεσά τους είναι και ο λογοτέχνης-συγγραφέας  Κώστας Μπόσης. Στις 26 Απρίλη του 1941, δυο μέρες πριν οι Γερμανοί καταλάβουν το νησί, τα όργανα του μοναρχομεταξικού κράτους, χωροφύλακες και πεζοναύτες, εμπόδισαν τη φυγή των εξορίστων. Πυροβόλησαν εναντίων τους και σκότωσαν τρεις. Κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης και συνθήκες φριχτής πείνας, έχασαν τη ζωή τους 33 εξόριστοι, μέχρι που την άνοιξη του 1943 καταφέρνουν και δραπετεύουν με τη βοήθεια του  ΕΛΑΝ οι εναπομείναντες 60. Ανάμεσα στους δραπέτες και ο Κώστας Μπόσης που αποτύπωσε τη ζωή των εξορίστων στον Αη Στράτη, τις στερήσεις, την πείνα τον θάνατο αλλά και την απαράμιλλη πίστη τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού, στο βιβλίο του «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ: Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΣΤΑ 1941». Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1947 από την ΚΕ του ΚΚΕ, και ακολούθησαν κι άλλες εκδόσεις από εκδοτικούς οίκους, μεταγενέστερα. Ο Σεραφείμ Τσώνος, πρωταγωνιστής του αποσπάσματος της ανάρτησης, είναι πρόσωπο υπαρκτό, συγκαταλέγεται στα ηρωικά θύματα της πείνας.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου