Σελίδες

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

Αύγουστος 1936, στο τσαγκάρικο στη Χώσεψη (Αφήγηση Χρ. Νταβαντζή - 1)


Ο Χρήστος Νταβαντζής, συγχωριανός και συναγωνιστής του Κώστα Πουρναρά, είχε αναπτύξει μια στενή φιλική και συντροφική σχέση μαζί του, όπως είδαμε και σε προηγούμενες αναρτήσεις του ιστολογίου, που κράτησε μέχρι που ο Κ.Π. έφυγε από τη ζωή. Τον Σεπτέμβρη του 2011, συναντήσαμε τον 86χρονο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης στο σπίτι του όπου και μας μίλησε για τον Κ.Π. Θυμήθηκε προσωπικές στιγμές, που έζησε σαν παιδί, μαζί του και κουβαλάει στη μνήμη του πάνω από 75 χρόνια, αλλά και στιγμές από τα μεταγενέστερα χρόνια και μας διηγήθηκε χαρακτηριστικά περιστατικά που σκιαγραφούν τη ζωή και τη δράση του αγωνιστή δάσκαλου-συγγραφέα. Οι διηγήσεις του Χρήστου Νταβαντζή μαγνητοφωνήθηκαν και θα παρουσιαστούν από το ιστολόγιο σταδιακά, όπως ακριβώς καταγράφηκαν.

Στο σημερινό, πρώτο μέρος,  μας διηγείται κάτω από ποιες συνθήκες γνώρισε  για πρώτη φορά, από κοντά, τον Κώστα Πουρναρά (με κόκκινο χρώμα οι παρεμβάσεις του ιστολογίου).

«Πως γνώρισα τον Κώστα Πουρναρά

Ο Κ.Π. ήταν δάσκαλος. Άκουγα ότι ο Κ.Π. είναι δάσκαλος. Εγώ πήγαινα σχολείο. Στις διακοπές το καλοκαίρι έρχονταν στο χωριό. Ήταν άνθρωπος ο οποίος φαίνονταν χαρακτηριστικά με το ντύσιμό του. Ήταν ντυμένος πάντα, άψογος, με γραβάτα και μας έκανε λίγο εντύπωση στο χωριό όταν βλέπαμε γραβάτα. Ήταν γλυκομίλητος μ’ όλο τον κόσμο  και γελαστός.
Εγώ δεν είχα ιδιαίτερη γνωριμία μαζί του, βέβαια, αλλά τον έβλεπα από μακριά, που είναι δάσκαλος και τον σέβομαν και πήγαινα πάντα κοντά εκεί που κουβέντιαζε με άλλους γιατί μ’ άρεσε πως μίλαγε. Όταν έγινε η δικτατορία του Μεταξά ο Κώστας ήτανε στην Άρτα στέλεχος, γραμματέας της νομαρχιακής Άρτας…

Του ΚΚΕ.

…του ΚΚΕ. Οπότε ο Κώστας κυνηγήθηκε απ’ την Ασφάλεια κι έφυγε κι ήρθε στο χωριό και κρύβονταν. Ξέχασα να πω δε, προηγουμένως, ότι υπήρξε και δάσκαλος στην Ανέζα και…

Η οποία Ανέζα είναι ένα χωριό…

…είναι ένα χωριό στον κάμπο της Άρτας και επειδή αυτός ο άνθρωπος εκεί δίδασκε με τον δικό του τρόπο στα παιδιά και τον είχαν αγαπήσει πάρα πολύ, η δε Ασφάλεια που τον παρακολουθούσε, τον Κώστα, επειδή ήταν και μέλος του κόμματος -δεν είχε γίνει ακόμα και γραμματέας- ήθελε να τον διώξει, να τον μεταθέσει. Κι όταν έγινε συζήτηση για μετάθεση, τα παιδιά του σχολείου σύσσωμα μαζεύτηκαν όλα και πήγανε στη Νομαρχία κι είπαν  «θέλουμε το δάσκαλό μας να μη φύγει απ’ το χωριό μας». Και κάτω από τις πιέσεις αυτές και από τον κόσμο του χωριού, παρέμεινε -ο Κώστας στο χωριό αυτό δάσκαλος- και η ιστορία αυτή, η θέση του που ήταν τόσο καλός στα παιδιά σαν δάσκαλος αλλά και σαν άνθρωπος, έμεινε, και διαχρονικά στο χωριό αυτό είχαν να συζητάν πάντα γι’ αυτόν τον άνθρωπο, για το δάσκαλο που πέρασε απ’ το χωριό αυτό.

Όταν τον κυνήγησε η Ασφάλεια κι έφυγε και πήγε στο χωριό (Χώσεψη), κρύβονταν, και μια μέρα πήγα εγώ στο μαγαζί του αδερφού μου το τσαγκαράδικο. Ήταν τσαγκάρης ο αδερφός μου ο Γιώργο Νταβαντζής και ο Γιώργο Σιόντης βοηθός.

Που ήταν το μαγαζί αυτό;

Αυτό ήταν στο «Κουτσέκι» που λέμε, εκεί από κάτω, που είναι τώρα... που ήταν ο Αλέκος ο Αγγέλης, ο μακαρίτης που πέθανε –το σπίτι του εκεί Παπαδέικο ήταν αυτό-... του Παπαποστόλη... αυτό που ήταν της μάνας του... της Βαίτσας του Νταβαντζή, κι είχε τσαγκάρικο εκεί δίπλα και μέσα απ’ το τσαγκάρικο, μπροστά, είχε ένα κτήμα αρκετά μεγάλο το οποίο ήταν αμπέλι, κοντό αμπέλι. Όταν πήγα εγώ και χτύπησα την πόρτα ν’ ανοίξει το τσαγκάρικο για να μου φτιάξει παπούτσια ο Γιώργο Νταβαντζής –δεν είχα καθόλου παπούτσια- άργησε ν’ ανοίξει η πόρτα. Μπήκα μέσα, τους είδα λιγάκι «έτσι»… α... λέει... είπανε εκεί μεταξύ τους... α... «δεν είναι τίποτα», και πήγα και κάθησα. Μου πήρε μέτρα ο Γιώργο Νταβαντζής και βγαίνει ο Σιόντης στην πόρτα που έβγαινε και πήγαινε μέσα στ’ αμπέλι και λέει: «έλα Κώστα μέσα, δικός μας είναι». Κι έρχεται ο Κώστα Πουρναράς. Μόλις με είδε, έρχεται με χαιρετάει, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια.

Τι ηλικία είχες τότε;

Εγώ ήμαν στην Πέμπτη δημοτικού. Καθήσαμε εκεί.
-Τι κάνεις Χρήστο;
-Καλά.
-Πως από δω ήρθες;
-Να, ήρθα να μου φτιάξει παπούτσια ο Γιώργος, γιατί δεν έχω παπούτσια καθόλου. Μου λέει:
-Πας σχολείο;
-Πάω.
-Ποια τάξη είσαι;
-Στην Πέμπτη.
-Τι μαθήματα έχετε εκεί πέρα; Τι σας κάνουν;
-Ε, διάφορα, του είπα, θρησκευτικά, Ιστορία…
-Πως τα πας με την Ιστορία;
-Α, μ’ αρέσει η Ιστορία, του είπα.
-Τα θρησκευτικά;
-Εεε… έτσι κι έτσι... Μου λέει:
-Για πες μου κάνα μάθημα, θυμάσαι τίποτα;
-Ε, μας λέν για την κιβωτό του Νώε, κάτι… πως το λένε… το ξέχασα… ο Δαυίδ…

 Με το Γολιάθ.

Με το Γολιάθ κλπ. Ο Δαυίδ που χτύπησε τη ράβδο  και άνοιξε το ποτάμι και πέρασαν απέναντι…

Ο Μωυσής.

…ο Μωυσής, ναι. Ααα, μου λέει, «κοίταξε Χρήστο», λέει, «αυτά είναι παραμύθια, μη δίνεις και μεγάλη σημασία, αλλά μην τυχόν πας και το πεις στο δάσκαλο αυτό, ότι σου είπα εγώ τέτοια πράγματα, γιατί θα σε διώξει μετά ο Γιάννη Λύκος (ο ξακουστός δάσκαλος-φόβος και τρόμος για τα παιδιά αριστερών οικογενειών) απ’ το σχολείο».

Μου λέει:
-Ξέρεις γιατί μας κυνηγάν εμάς οι χωροφύλακες;
-Όχι Κώστα, του λέω (διορθώνει) κύριε Κώστα.
-Γιατί εμείς, λέει, είμαστε κομμουνισταί και μας λεν ότι είμαστε άθρησκοι, ότι διαλύουμε τις οικογένειες και θα τς πάρουμε και τις περιουσίες.
Λέω: «δηλαδή οι πλούσιοι τα λεν αυτά και μας κυνηγάν, βάζουν τους χωροφύλακες. Οι πλούσιοι, δηλαδή πλούσιοι σαν το Γιάννη Λύκο, το δάσκαλό μου;».
-Όχι ρε, μου λέει, ξέρεις, υπάλληλος είναι κι αυτός σαν κι εμένα, ένα μισθό παίρνει. Αν δε βοηθούσαν κι από γύρω από δω οι χωριανοί ξέρω γω τι, διάφορα πράματα που χρειάζεται για την οικογένειά του δεν θα τα ‘βγαζε πέρα με 300 δραχμές το μήνα. Τι άλλο, τι σας έλεγε ο δάσκαλος;
-Να, μας έλεγε ο δάσκαλος  ότι, να, εσείς οι κομμουνισταί δεν πιστεύετε στην εκκλησία και ότι το αγίασμα, ένα μπουκάλι αγίασμα, όταν γίνεται αγιασμός στην εκκλησία, και βάλεις νερό μες στο μπουκάλι και το βάλεις απάνου σ’ένα εικόνισμα και πάρεις κι ένα άλλο μπουκάλι που δεν πέρασε απ’ τον αγιασμό, μετά από ένα μήνα αυτό το νερό, που δεν πέρασε απ’ τον αγιασμό, βρωμάει. (Απευθυνόμενος σε μας):  Αυτά έλεγε ο Γιάννη Λύκος πραγματικά.
-Α, μου λέει, σας λέν πολλά πράματα κι είν’ όλα ψέμματα. Αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει, θα μεγαλώσεις και θα μάθεις περισσότερα. Μου λέει:
-Θέλω μια χάρη να μου κάνεις.
-Τι θέλεις, του λέω, δάσκαλε;
-Κοίταξε να δεις, εδώ με κυνηγάνε οι χωροφύλακες. Εγώ πάω πίσω προς την Κρύα Βρύση, το λέω (σε) σένα…

Να κάνουμε μια μικρή παρένθεση εδώ; Αυτό πια χρονιά έγινε;

Το ’36, τον Αύγουστο. Τότε ήταν η δικτατορία του Μεταξά. Μου λέει «εσύ που θα βγαίνεις εδώ στο χωριό, στην πλατεία, όταν θα βλέπεις χωροφύλακες, θα γυρίζεις στο σπίτι σου και κει δίπλα στο σπίτι σου έχεις ένα πουρνάρι μεγάλο. Θα βγάζεις μια κουβέρτα κόκκινη και θα τη ρίχνεις από πάνω. Κι εγώ απέναντι θα βλέπω ότι ήρθαν χωροφύλακες, θα καταλαβαίνω ότι ήρθαν χωροφύλακες στο χωριό, για να μην κυκλοφορώ. Κι όταν θα φεύγουνε θα το παίρνεις. Και θα τα ξαναπούμε.
Του λέω «εντάξει».
-Δεν θα πεις σε κανέναν μου λέει, αυτό που θα κάνεις, (ή) γιατί το κάνεις.
Του λέω: «να είσαι σίγουρος, θα το κάνω». Και τότε έφυγα εγώ, μου πήρε μέτρα ο Γιώργος κι έφυγα.

Δεν τον ξαναείδα τον Κώστα εγώ. Πήγαινα στο χωριό, έρχονταν οι χωροφύλακες. Έπαιρνα ένα χεράμι, είχαμε, κόκκινο και το ‘ριχνα απάνου και μου ΄λεγε ο πατέρας μου «γιατί το βάζεις το χεράμι απάν εκεί;», «έτσι το βάζω», «γιατί το βάζεις;», «καλά δε σου λέω τώρα, άλλη φορά θα σου πω». Δεν με πίεσε όμως ο πατέρας μου να μάθει. Αυτό το έκανα για μία βδομάδα. Μετά από μία βδομάδα, ειδοποίησε αυτός, ο Κώστας, στο τσαγκάρικο, στο Γιώργο το Νταβαντζή: «πες στο Χρήστο, τον ευχαριστώ πολύ, τώρα δε χρειάζεται άλλο να κάνει αυτό που του είχα πει».

2 σχόλια:

  1. Κατ' αρχάς πολύ ωραία η απόδοση της διήγησης.
    Πιο σημαντικό, όμως, είναι να καταγράφονται και ως εκ τούτου να διασώζονται οι μαρτυρίες αυτής της ηρωικής γενιάς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα Ευρυτάνα Ιχνηλάτη.
    Ναι, το σημαντικό είναι η καταγραφή. Μόνο έτσι θα μάθουν οι νεώτεροι. Η αφήγηση του Χ.Ντ. θα συνεχιστεί και σε επόμενες αναρτήσεις.
    Να είσαι καλά φίλε.
    Καλή δύναμη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή