Μαχήτριες του ΔΣΕ στο Γράμμο |
Το
μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση «Εμείς θα νικήσουμε» τυπώθηκε στο Βουκουρέστι και
κυκλοφόρησε από το «Εκδοτικό Νέα Ελλάδα» τον Σεπτέμβρη του 1953. Πρόκειται για
ένα σπάνιο και δυσεύρετο βιβλίο που αναζητούμε, μιας και δεν βρίσκεται στην
διάθεση του ιστολογίου. Η Βενετία Αποστολίδου στο βιβλίο της «Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2010), περιγράφει
συνοπτικά την υπόθεση του «Εμείς θα νικήσουμε»:
«Ένας
ανάπηρος αντάρτης που ζει στο ειδυλλιακό περιβάλλον μιας Λαϊκής Δημοκρατίας
αφηγείται τη ζωή του, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία σε ένα φτωχό χωριό
πριν από τον πόλεμο, για να δείξει την αξιοθρήνητη ζωή των αγροτών, τη φτώχεια
και την καταπίεσή τους από τους τσιφλικάδες, τους δασκάλους, τους παπάδες και
τους χωροφύλακες. Ο σκοπός είναι να αναδειχτούν οι κοινωνικές αιτίες που
προκάλεσαν τον Εμφύλιο. Όπως είναι αναμενόμενο, ο ήρωας γίνεται μέλος του
Κόμματος και αργότερα μαχητής του ΔΣΕ. Σε σχέση με τον Εμφύλιο, η έμφαση
δίνεται στην αγριότητα του αντιπάλου (ιδίως σε πράξεις όπως η αρπαγή παιδιών),
στους προδότες και τους πράκτορες οι οποίοι υποδύονταν ότι ήταν κομμουνιστές
ενώ υμνείται σε πολλά σημεία ο Στάλιν. Ο ήρωας επιβιώνει από τις φοβερές μάχες
του Γράμμου και μολονότι βιώνει την ήττα, στο τέλος αναφωνεί: Εμείς θα
νικήσουμε!»
Πριν
διαβαστεί από τον αναγνώστη η κριτική που έγραψε η Έλλη Αλεξίου για το βιβλίο
του Μπόση, είναι χρήσιμο να πούμε πως γράφτηκε για εσωκομματική χρήση και απευθυνόταν
σε μια επιτροπή που αποτελούνταν από λογοτέχνες μέλη του ΚΚΕ, που αποφάσιζαν
ποια βιβλία θα εκδοθούν από το εκδοτικό του κόμματος. Ας κάνουμε λοιπόν έναν
μικρό πρόλογο για την επιτροπή αυτή, τις αρμοδιότητες και το έργο της, για να
γίνει έτσι πιο κατανοητός ο λόγος που γράφτηκε αυτό το κείμενο.
Στο
πλαίσιο της Επιτροπής Διαφώτισης του ΚΚΕ λειτουργεί από τον Οκτώβρη του 1951, στο Βουκουρέστι, το «Τμήμα Λογοτεχνικών Εκδόσεων», που φέρει
την ευθύνη για το σύνολο της εκδοτικής παραγωγής του εκδοτικού του κόμματος
(Νέα Ελλάδα). Τον Οκτώβρη του 1953 το τμήμα διαλύεται και τον επόμενο Δεκέμβρη
μετεξελίσσεται σε «Λογοτεχνικό Κύκλο» στον οποίο συμμετέχει –εκτός από κρινόμενος
και- ως κριτής ο Κώστας Μπόσης, και για
ένα χρονικό διάστημα γίνεται και επικεφαλής του.
Η
Έλλη Αλεξίου γράφει το παρακάτω κείμενο μάλλον το 1953 και, αν είναι σωστή η
χρονιά, πρέπει να απευθύνεται στο «Τμήμα Λογοτεχνικών Εκδόσεων». Το κείμενο
βρήκαμε στο βιβλίο των Άννας Ματθαίου – Πόπης Πολέμη: «Η εκδοτική περιπέτεια των Ελλήνων Κομμουνιστών. Από το βουνό στην υπερορία 1947-1968» (εκδόσεις Βιβλιόραμα-ΑΣΚΙ, Αθήνα 2003).
Ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) στο Γράμμο |
Κ.
Μπόσης, Εμείς θα νικήσουμε, 1953 (αρ.
760)
ΚΡΙΣΕΙΣ:
(1953)
Δακτυλόγραφη
βιβλιοκρισία της Ε. Α[λεξίου], χ.χ., ίσως 1953, [κ. 240, Φ 13/2/191]
Ο
σ. Κ. Μπόσης στο βιβλίο του: «Εμείς θα νικήσουμε» έχει βάλει δύο υποσημειώσεις.
Στη μια λέει: «Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι πραγματικά…» και στην άλλη: «Με
την παραπάνω ιστορία ποτέ δεν φαντάστηκα, ότι θα έδινα το μεγαλείο του
Γράμμου».
Νομίζω
πως έχομε καθήκον, μελετώντας το βιβλίο του Μπόση, να πάρουμε υπόψει τα δύο
αυτά σημειώματα του συγγραφέα. Οφείλουμε να εξετάσουμε το βιβλίο από τη σκοπιά
που θέτει ο συγγραφέας. Αν το «εμείς θα νικήσουμε» κρινότανε με τους
καθιερωμένους τρόπους ο κριτικός θάπεφτε σε διπλό σφάλμα. Σε διπλό αδίκημα. Με
το ένα θ’ αδικούσε τον εαυτό του, που δεν μπήκε στο νόημα του βιβλίου, και με
τ’ άλλο θ’ αδικούσε το ίδιο το βιβλίο, καθώς θα το εξέταζε από σκοπιά, που δεν
του ταιριάζει, γιατί δεν είναι δική του.
Το
βιβλίο διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο αν και αρχίζει συναρπαστικά – ο σ.
Μπόσης είναι μεγάλος τεχνίτης στις περιγραφές της φύσης. Τον θυμούμαστε κι από
τον «Άη Στράτη» του, αυτό το σπαρακτικό, και τόσο ζωντανά δοσμένο, ντοκουμέντο.
– Και παρ’ όλα τα πολλά καλά ενδιάμεσα σημεία, ιδιαίτερα καλές είναι οι
περιγραφές της χωριάτικης μιζέριας, είναι γενικά πιο αδύνατο από τ’ άλλα δυο
που ακολουθούν. Η παλλόμενη από πίστη και κομματικότητα φύση του σ. Μπόση, τον
παρασύρει, ιδίως στα κλεισίματα των κεφαλαίων να παρεμβάλλεται εκφράζοντας τους
πόθους και τις πίστεις του, που μόνιμα τον απασχολούν. Μα τα γεγονότα που
αναφέρει, είναι περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, εύγλωττα.
[η
υπόλοιπη παράγραφος διαγραμμένη:] <Οι εκπροσωπευτικοί τύποι της αντίδρασης,
αμιλλούνται σε χυδαιότητα, σκληρότητα, αρπακτικότητα, πλεονεξία, κτηνωδία, σε
τέτιο μάλιστα βαθμό, που καταντούνε απίθανοι. Οι τύποι αυτοί είναι σίγουρα
αληθινοί «πραγματικά πρόσωπα» και καθώς ο σ. Μπόσης θέλησε να περιγράψει τα
γεγονότα όπως είναι, νόμισε πως ήταν υποχρεωμένος, να τους δόσει κι αυτούς
πιστά. Να, γιατί το βιβλίο θα αδικηθεί, αν κριθεί π.χ. σα μυθιστόρημα, όπως
μοιάζει η εξωτερική του μορφή. Ο μυθιστοριογράφος εκλέγει τους τύπους που
θέλει, και τους παρουσιάζει όπως θέλει. Με το σ. Μπόση συμβαίνει τούτο το
οξύμωρο. Μένοντας δεμένος στην αλήθεια, συχνά δε γίνεται πιστευτός. Είναι και
αυτό ένα από τα σύγχρονα φαινόμενα της ελληνικής μας πραγματικότητας. Πολλά
γεγονότα είναι τόσο καταπληχτικά σε σκληρότητα, που ένας συγγραφέας οφείλει να
τα μειώνει, γιατί ο αναγνώστης θα πιστέψει το ήπιο ψέμα του, μα θα δυσπιστήσει
στην τρομακτική του αλήθεια.>
Οπωσδήποτε
το πρώτο μέρος δεν αποτελεί ούτε τμήμα καν του στόχου του συγγραφέα. Είναι μια
εισαγωγή. Σε άλλη έκδοση θα μπορούσε ίσως να λείψει το πρώτο μέρος, χωρίς να
ζημειωθεί το βιβλίο.
Ο
σ. Μπόσης πονεί το Γράμμο. Το μεγαλείο του Γράμμου προβάλλεται σαν εσωτερική,
συγγραφική του, απαίτηση. Αυτό γίνεται ευτύς αντιληπτό και στον αναγνώστη. Όποιος
μάλιστα διαβάσει το «Εμείς θα νικήσουμε» και δεύτερη φορά, τότε το πρώτο μέρος
το βλέπει σα γεφύρι, που βιάζεται να το περάσει, για να φτάσει το γρηγορώτερο
στις λεύτερες κορυφογραμμές του αθάνατου βουνού. Ο αναγνώστης σχηματίζει την
εντύπωση, πως κι ο ίδιος ο συγγραφέας αναπνέει εκεί απάνω διαφορετικά.
Απελευθερώνεται. Τον βλέπεις να κινιέται άνετα μέσα στο δικό του, αγαπημένο
κόσμο. Όσο ανεβαίνομαι, όσο γνωρίζομε, όσο μπαίνομε στη ζωή του αντάρτικου,
τόσο πυκνώνουν και οι καλές σελίδες του Μπόση. Η αξία του βιβλίου προχωρεί
σταθερά, όσο η εποποιία του Γράμμου πλησιάζει στο αποκορύφωμα και τη λύση της.
Ο Γράμμος αγκαλιάζει και χειραγωγεί τον συγγραφέα, κι ο συγγραφέας το Γράμμο.
Κ’ οι δυο μαζί οδηγούν τον αναγνώστη σ’ έναν ανώτερο ηθικό κόσμο, απόπου τα
όντα που αφίσαμε πίσω μας, πρόεδροι και παπάδες, δάσκαλοι και αλαφρόμυαλες
μοναχοκόρες, φαίνονται σα μυρμηγκάκια, που βουλοπλένε σε βουρκιασμένα νερά.
(…)
Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να πάρει και να διαβάσει προσεχτικά όλες τις σελίδες
που αφορούνε τις μάχες του Γράμμου. Θα δει εκεί μέσα περιγραμμένες με μοναδικό
τρόπο σειρά από επεισόδια και μάχες. Από αδυναμίες και ξεπεράσματα. Από δειλίες
και ηρωισμούς. Θα δει εικόνες απερίγραπτων στερήσεων μα και υπεράνθρωπης
αυταπάρνησης. Θα δει τη ψυχική δύναμη να επιβάλλεται και να νικά τις
απερίγραπτες υλικές δυσκολίες. Θα γνωρίσει και θ’ αγαπήσει περισσότερο το
βασανισμένο λαό μας τον απλό και φιλότιμο. Θα συγκλονιστεί από τον ηρωισμό των
παλικαριών που μέσα στην κόλαση που έχουν δημιουργήσει τα αμερικάνικα κανόνια
και αεροπλάνα, εκ του ασφαλούς αυτά κολλούνε στο χώμα καρφώνουνται στη γη και
πεθαίνουν, για να μην κάμουν ένα βήμα πίσω. Και μήπως μόνο στη μάχη. Μήπως δε
θαυμάζει κανείς την έμφυτη ανθρωπιά του λαού μας στην καθημερινή απλή ζωή; (…)
Χρωστούμε
ευγνωμοσύνη στο σ. Μπόση σαν αναγνώστες
και σαν κομμουνιστές για τις σελίδες που μας χάρισε από την εποποιία του
Γράμμου. Ο Γράμμος δεν είναι θέμα, όπως πολύ σωστά λέει ο σ. Μπόσης που μπορεί
να το ολοκληρώσει ένας συγγραφέας. Όλοι οι συγγραφείς και όλοι όσοι ζήσανε το
Γράμμο καθήκον έχουνε να μιμηθούνε το Μπόση. Ο Μπόσης στο σημαντικό αυτό
κεφάλαιο της νεώτερης ιστορίας μας, που τιτλοφορείται «Γράμμος», πρόσφερε ένα
πολύτιμο πετράδι. Άμποτε κ’ οι άλλοι που ζήσανε το Γράμμο να πλούτιζαν την
ένδοξη αυτή ιστορία μας, με ανάλογη με το σ. Μπόση συμβολή.
[χειρόγραφη
υπογραφή:] Ε.Α.
Είναι κρίμα που δεν βρίσκεται κάποιος μελετητής να ασχοληθεί με το έργο του Μπόση και κάποιος εκδότης για να το επανεκδόσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα