Σελίδες

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Με το τουφέκι και την πένα στη «φωτιά» του Γράμμου – Λογοτέχνες μαχητές του ΔΣΕ


Παράλληλα με την μεγάλη έκθεση φωτογραφικού και αρχειακού υλικού, καθώς και αντικειμένων μαχητών του ΔΣΕ, την παρουσίαση νέων εκδόσεων, την κυκλοφορία του cd με τα τραγούδια του ΔΣΕ, την έκθεση εικαστικών μαχητών του ΔΣΕ κλπ. ένα μεγάλο μέρος των πολιτιστικών εκδηλώσεων του 42ου Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή ήταν αφιερωμένο στα 70 χρόνια από την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).

Την Παρασκευή 23 Σεπτέμβρη 2016 πραγματοποιήθηκε στο Στέκι Πολιτισμού του Φεστιβάλ εκδήλωση-ομιλία με θέμα «Λογοτεχνικές σελίδες για τον ΔΣΕ από συγγραφείς - μαχητές του». Ομιλήτρια ήταν η Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του Κόμματος. Στην εκδήλωση παρουσιάστηκαν έργα λογοτεχνών μαχητών του ΔΣΕ, όπως του Κώστα Πουρναρά (Μπόση), Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Δημήτρη Χατζή, Νίκου Κυτόπουλου, Δημήτρη Ραβάνη - Ρεντή, Γιώργου Λαμπρινού κ.ά. που είτε γράφτηκαν την περίοδο του ΔΣΕ, είτε αναφέρονται στον αγώνα του. Η εκδήλωση ήταν ενταγμένη στην προετοιμασία για το 5ο Επιστημονικό Συνέδριο της ΚΕ του ΚΚΕ, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στα 100 χρόνια του Κόμματος, το 2018, με θέμα την επίδραση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στην ελληνική λογοτεχνία.

Απομαγνητοφωνήσαμε και παρουσιάζουμε την ομιλία της Ελ. Μηλιαρονικολάκη, μαζί με τα αποσπάσματα που παρουσιάστηκαν από τα βιβλία του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) Εμείς θα νικήσουμε και Δύσκολες μέρες (Α΄ τόμος). Την ομιλία εκτός από να τη διαβάσετε εδώ, μπορείτε και να την παρακολουθήσετε στο σχετικό βίντεο του 902.γρ (εδώ), μαζί με όλα τα αποσπάσματα που παρουσιάστηκαν.

Στη εικόνα της ανάρτησης βλέπουμε τα εξώφυλλα των βιβλίων του Κώστα Πουρναρά (Μπόση)  Εμείς θα νικήσουμε και Δύσκολες μέρες (Α΄ τόμος), και τον συγγραφέα φωτογραφημένο από τον Απόστολο Μουσούρη στο Γράμμο (1948 ή 1949).

Ολόκληρη η ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη:

Λογοτεχνικές σελίδες για τον ΔΣΕ από συγγραφείς - μαχητές του

«Χτυπάτε αλύπητα, η φοβερή εποχή μας το καλεί,/ γεια και χαρά σας, οι ίδιοι πάντα και πιο καλοί». Έτσι τελείωνε ένα ποίημα του λογοτέχνη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, που μοιραζότανε στους μαχητές της Μουργκάνας Θεσπρωτίας, στη διάρκεια αυτής της μεγάλης μάχης την άνοιξη του 1948.

Η «φοβερή εποχή μας» εξακολουθεί και σήμερα να καλεί σε σκληρές μάχες. Για να μπορέσουμε όμως να μοιάσουμε, να συγκριθούμε κι αν θέλετε να γίνουμε πιο καλοί από τους χιλιάδες κομμουνιστές αγωνιστές που διαπαιδαγώγησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στην εκατοντάχρονη ιστορία του, δεν αρκεί μονάχα να τη διαβάσουμε.  Χρειάζεται να την καταχτήσουμε και με τους τρεις τρόπους που ο άνθρωπος φτάνει στην αλήθεια: τον επιστημονικό, δηλαδή τη μελέτη της ιστορίας, τον πραχτικό, δηλαδή την κοινωνική δράση, αλλά και τον αισθητικό, την Τέχνη.

Σ’ αυτόν τον αισθητικό δρόμο προσέγγισης του αγώνα του ΔΣΕ είναι αφιερωμένο ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτιστικού προγράμματος του 42ου Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή, στην επέτειο των 70χρονων του ΔΣΕ, με την κρυφή φιλοδοξία μέσα από τα διάφορα είδη Τέχνης, τη μουσική, το θέατρο, τα εικαστικά και τη λογοτεχνία, να βοηθήσουμε τους επισκέπτες του όχι μόνο να γνωρίσουν τον αγώνα του ΔΣΕ, αλλά και να τον νιώσουν και, πάνω απ’ όλα, να νιώσουν πόσο μεγάλος είναι ο άνθρωπος όταν συνειδητοποιεί τη θέση του και τα συμφέροντά του στην ταξική κοινωνία.

Και ποιοι καλύτερα θα μπορούσαν να μιλήσουν στην ψυχή μας για την Ιστορία μας, αν όχι οι λογοτέχνες μαχητές του ΔΣΕ, αυτοί που πέρασαν σχεδόν όλες τις δοκιμασίες της πιο αδυσώπητης ταξικής σύγκρουσης του 20ου αιώνα στη χώρα μας, πέφτοντας και με τα δυο όπλα, το αυτόματο και την πένα, στη φωτιά του.

Όλοι τους ήταν δοκιμασμένοι στην εαμική και ελασίτικη αντίσταση ως μέλη του ΚΚΕ. Οι τριάντα χρονών και λίγο πιο πάνω, όπως ο Κώστας Μπόσης, ο Δημήτρης Χατζής και ο Τάκης Αδάμος, είχαν οργανωθεί στο ΚΚΕ από τη δεκαετία του ’30, έχοντας γνωρίσει την παρανομία, τις φυλακές και τις εξορίες της δικτατορίας του Μεταξά, ενώ οι λίγο νεώτεροι είχαν γίνει μέλη του ΚΚΕ μέσα στην Αντίσταση. Πολλοί απ’ αυτούς τους λογοτέχνες, μάλλον αρκετοί, βρέθηκαν στο ΔΣΕ απευθείας από την εξορία στην οποία τους είχε καταδικάσει το αστικό κράτος αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, όπως ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), ο Τάκης Αδάμος που είχε δραπετεύσει από την εξορία στην Ικαρία, και ο Νίκος Κυτόπουλος που είχε αφεθεί ελεύθερος από την εξορία στη Σαμοθράκη επειδή ήταν προστάτης εφταμελούς οικογένειας.

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος και ο Δημήτρης Χατζής πέρασαν στον ΔΣΕ έχοντας αυτομολήσει από τον αστικό στρατό όπου υπηρετούσαν τη θητεία τους, ενώ ο Νίκος Παπανδρέου προσχώρησε στο ΔΣΕ μαζί με όλο το τάγμα του, των μακρονησιωτών φαντάρων, του αστικού στρατού. Κάποιοι άλλοι ήρθαν στο ΔΣΕ από το Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας όπου είχαν καταφύγει ως διωκόμενοι αγωνιστές της εαμικής και ελασίτικης αντίστασης, όπως ο Βασίλης Πηγής, ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής, ο Γιώργος Λαμπρινός και ο Αλέξης Πάρνης. Βέβαια, όπως μπορεί να καταλάβει ο καθένας, όλοι τους βαρύνονταν με καταδίκες σε θάνατο για λιποταξία.

Η συγγραφική και η καλλιτεχνική δραστηριότητά τους στον ΔΣΕ (καλλιτεχνική, γιατί ο Τάκης Αδάμος συμμετείχε και στον περιοδεύοντα θίασο που είχε συγκροτηθεί με επικεφαλής τον ηθοποιό Αντώνη Γιαννίδη), σε καμιά περίπτωση δεν συνεπαγόταν ειδικά προνόμια και λιγότερο επικίνδυνες αποστολές. Όλοι τους βρισκόντουσαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου, συμμετέχοντας στις μάχες. Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, μάλιστα, και ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) τραυματίστηκαν βαριά σε μάχες και στάλθηκαν γι’ αυτό το λόγο, προσωρινά, σε νοσοκομεία των σοσιαλιστικών χωρών για να νοσηλευτούν· ο δε Γιώργος Λαμπρινός, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη και κριτικός μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας, κάτω από τις σκληρές συνθήκες που επικρατούσαν στα τμήματα του ΔΣΕ της νότιας Ελλάδας, αρρώστησε βαριά, έπεσε στα χέρια του εχθρού και εκτελέστηκε στα 1949. Οπότε δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι πολλοί από αυτούς τους λογοτέχνες αναδείχτηκαν σε στελεχικές θέσεις του ΔΣΕ, όπως ο ποιητής Άνθος Φιλήτας (Άνθιμος Χατζηανθίμου) και ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) που αναδείχτηκαν σε θέσεις Πολιτικού Επιτρόπου Ταξιαρχίας, υπεύθυνοι δηλαδή για την οργάνωση της πολιτικής δουλειάς στο ΔΣΕ, ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Σεβαστίκογλου, που ήταν και ο σκηνοθέτης του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ, ο οποίος ήταν Πολιτικός Επίτροπος τάγματος και προήχθηκε σε ταγματάρχη, ο Τάκης Αδάμος που επίσης ήταν ταγματάρχης, ο Βασίλης Πηγής που ήταν λοχαγός του πυροβολικού και ο Αλέξης Πάρνης, υπολοχαγός.

Η βασική χρέωσή τους ήταν στην κεντρική διαφώτιση ως πολεμικοί ανταποκριτές και συντάχτες της εφημερίδας του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ Εξόρμηση, που το 1949 μετονομάστηκε Προς τη Νίκη, δημοσιεύοντας με έξυπνο χιούμορ, εξαιρετική ζωντάνια και ειρωνικό πνεύμα για την αστική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, χρονογραφήματα, στοιχειοθετημένες ανταποκρίσεις από τις μάχες και ποιήματα, με στόχο όχι απλά την πολιτική ενημέρωση των μαχητών αλλά, προπαντός, τη διαπαιδαγώγησή τους. Ανάμεσα στους συντάχτες της εφημερίδας του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ ήταν και ο Απόστολος Σπήλιος, δημοσιογράφος του Ρίζου της Δευτέρας.

Κάτω από τις εκρήξεις των όλμων και τα διασταυρούμενα πυρά των πυροβόλων οι μαχητές λογοτέχνες έγραψαν την περίοδο 1948-49, μετά από μια εκτίμηση ότι υπάρχει καθυστέρηση στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική δουλειά του ΔΣΕ, μια σειρά από χρονικά μεγάλων μαχών, καθώς και διηγήματα που, όπως μας πληροφορεί ο Νίκος Κυτόπουλος στον πρόλογο του χρονικού του για τη μάχη της Νάουσας, συγκαταλέγονταν στις εκδόσεις του βουνού και βρίσκονταν στο σακίδιο κάθε μαχητή, μαζί με μεταφράσεις αριστουργημάτων της σοβιετικής λογοτεχνίας που αναφερόντουσαν κυρίως στο μεγάλο πατριωτικό πόλεμο του σοβιετικού στρατού ενάντια στις χιτλερικές ορδές, όπως για παράδειγμα Η ιστορία ενός πραγματικού ανθρώπου, του Μπορίς Πολεβόι, το Πώς δενότανε τ’ ατσάλι, του Νικολάι Οστρόφσκι, και άλλα πολλά.

Ας ακούσουμε όμως πώς περιγράφει τη σχέση των μαχητών με το βιβλίο μια από αυτές τις εκδόσεις του βουνού, η συλλογή διηγημάτων του Αλέξη Πάρνη Είμαι μαχητής του ΔΣΕ.

[απόσπασμα]

Να λοιπόν γιατί ήταν τόσο σημαντική η παρουσία του βιβλίου στο ΔΣΕ, τόσο επιβαλλόμενη, που οι μαχητές του μπορεί να κοιμόντουσαν στα άχερα, συχνά δίχως ψωμί, όμως δεν τους έλειπε η βιβλιοθήκη· γιατί το βιβλίο, όπως και τα άλλα μέσα πολιτικής και ιδεολογικής διαπαιδαγώγησης (οι εφημερίδες, οι μπροσούρες, το ραδιόφωνο, τα μαθήματα, το συλλογικό διάβασμα και συζήτηση) διαμόρφωναν τους αγωνιστές σε συνειδητούς ταξικούς μαχητές με επίγνωση του γιατί και με ποιον τρόπο πολεμούν.

Όλη η λειτουργία και η οργάνωση του ΔΣΕ, από τη συνέλευση της διμοιρίας όπου γινόταν συλλογική αποτίμηση της δράσης της, καθώς και της δράσης των μαχητών της, την ανάδειξη των στελεχών με βάση τις ικανότητες, το ήθος και τη συμπεριφορά τους, ως την οργάνωση της καθημερινής ζωής  και την ψυχαγωγία των μαχητών, όλα σε ένα πράγμα αποσκοπούσαν: στην καλλιέργεια μιας ανθρώπινης προσωπικότητας με κρίση, βούληση και συναίσθημα· δηλαδή με συναίσθηση της ανθρωπιάς τους. Άλλωστε, από τη συμπεριφορά και τη στάση των μαχητών του ΔΣΕ απέναντι στον άμαχο πληθυσμό και στους φαντάρους του αστικού στρατού εξαρτιόταν η ικανότητα του ΔΣΕ να συσφίγγει, να δένει τους δεσμούς του με το λαό και να κερδίζει, να αποσπά εφεδρείες.

Ο ΔΣΕ ήταν ένας άλλου τύπου στρατός γιατί άλλου τύπου ήταν ο πόλεμος που διεξήγαγε από την πλευρά του. Πόλεμος δίκαιος που αντικειμενικά εξέφραζε τα συμφέροντα των καταπιεσμένων απέναντι στους καταπιεστές και τους εκμεταλλευτές τους, σύσσωμη την αστική τάξη και τα κόμματά της, καθώς και τους ξένους ―εγγλέζους και αμερικάνους― συμμάχους τους. Με λίγα λόγια ήταν ένας στρατός λαϊκός στον αντίποδα του κυβερνητικού και κάθε αστικού στρατού με τους κατά κανόνα άβουλους φαντάρους, που σέρνονται άψυχοι στους άδικους πολέμους από το φόβο του αξιωματικού και του τουφεκισμού. Παρ’ ότι και στην περίπτωση του ΔΣΕ, στο αντίπαλο στρατόπεδο υπήρχαν και πολλοί αντικομμουνιστές που πολέμησαν με πείσμα, αντιμετωπίζοντας τη σύγκρουση αυτή από την αστική σκοπιά.

«Απλοί άνθρωποι, φτωχογέννητοι και φτωχαναθρεμμένοι, εργάτες και γραμματικοί, βοσκοί και ζευγολάτες, είναι στο στρατό μας» γράφει ο Δημήτρης Χατζής στη Μουργκάνα, έκδοση, κι αυτή, του βουνού. «Μα πιστεύουν στο δίκιο τους και γι’ αυτό πολεμούνε καλά. Έχουν συνείδηση για το χρέος τους, γι’ αυτό πειθαρχούν στην ομάδα τους και πεθαίνουν όταν χρειάζεται. Είναι απλοί και χαρούμενοι, γι’ αυτό τραγουδάνε τόσο πολύ. Αγαπούνε τη ζωή, τ’ αγαθά της, την ειρήνη. Έτσι είναι όλοι τους. Πολεμούνε καλά, τραγουδάνε πολύ  και δακρύζουνε με το τίποτα.»

Όχι, δεν πρόκειται για υπερβολή, ούτε για εξιδανίκευση. Η ηθική υπεροχή και η ευαισθησία των μαχητών του ΔΣΕ, χαρακτηριστικό των δυνατών και όχι των αδύναμων ανθρώπων, ξεπηδά από όλο το έργο των λογοτεχνών του, μαζί και η χαρά του αγώνα. Ο αναγνώστης θα βρει την έκφρασή της ακόμα και στα πιο ρεαλιστικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν μετά την ήττα, δηλαδή έξω και πέρα από τις ανάγκες εμψύχωσης και τόνωσης του ηθικού των μαχητών, όχι μόνο στο χορό και το τραγούδι, αλλά και στα αστεία παρατσούκλια, τα περιπαιχτικά σχόλια και τα πειράγματα ή τα ευτράπελα περιστατικά που βρίσκει κανείς μέσα στις σελίδες τους. Χόρευαν και τραγουδούσαν όχι μονάχα στις λαϊκές γιορτές, τις επετείους, όχι μονάχα μετά το τέλος μιας εξαντλητικής μάχης, αλλά ακόμα και σε δραματικές στιγμές, όπως ήταν η πορεία των 1200 αόπλων, με συνοδεία ενόπλων τμημάτων, από τη Ρούμελη στο Γράμμο, που κράτησε 42 μέρες, όντας αντιμέτωποι με τα πυρά του εχθρού, από στεριά, θάλασσα και αέρα, με το πολικό κρύο, το χιονιά, την άγρια πείνα, όπως προκύπτει από ένα ακόμα ανάγνωσμα του βουνού με τον τίτλο Ηρωική πορεία – Ταξιαρχία αόπλων της Ρούμελης, του Πέτρου Ανταίου, που ήταν τότε στέλεχος του ΔΣΕ.

Φαίνεται μάλιστα πως από όλα τα είδη της Τέχνης, μετά το τραγούδι ο χορός ήταν εκείνος που κατάφερνε καλύτερα να φέρει στην επιφάνεια ό,τι καλύτερο, ό,τι ωραιότερο κρύβει η ψυχή κάθε μαχητή του ΔΣΕ, καθώς υπάρχουν αρκετές λογοτεχνικές αναφορές σε δράματα ανταρτών που, αν και ήταν πρώτοι στο χορό τραυματίζονταν και έχαναν τα πόδια τους. Ο Βασίλης Πηγής έχει γράψει ένα πολύ συγκινητικό διήγημα - έκφραση της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης ανάμεσα στους μαχητές με τίτλο Το πόδι. Το  διήγημα αναφέρεται σε μια πανέμορφη μαχήτρια που τραυματίστηκε στα πόδια και προτίμησε να πεθάνει παρά να ακρωτηριαστεί και στην απεγνωσμένη προσπάθεια ενός συντρόφου της να την μεταπείσει, χορεύοντας, κουτσός, μ’ ένα προχειροφτιαγμένο ξύλινο πόδι που ξανάνοιξε τη νωπή πληγή του.

Πέρα από τη συμβολή που είχε η Τέχνη στην ψυχική καλλιέργεια και ανάταση των μαχητών, υπήρχε κάτι πιο βαθύ που δυνάμωνε την αντοχή τους και την ικανότητά τους να σηκώνουν το φοβερό βάρος του άνισου αυτού πολέμου. Ήταν η πανάκριβη κληρονομιά του ανυποχώρητου αγώνα του ΚΚΕ, η μακριά αιματόβρεχτη αλυσίδα της θυσίας των χιλιάδων κομμουνιστών και κομμουνιστριών που τράβηξαν «πολύ ψηλά, δύσκολο πια, από δω και μπρος να χαμηλώσουν». Ας ακούσουμε ένα σχετικό απόσπασμα από το χρονικό Η μάχη της Νάουσας, του Νίκου Κυτόπουλου, που αναφέρεται στην πορεία προς τη Νάουσα (η πορεία ήταν το πιο δύσκολο σημείο για να πραγματοποιηθεί μια μάχη), με πρωταγωνιστή τον Πολιτικό Επίτροπο της Μεραρχίας Νίκο Μπελογιάννη. Η φάλαγγα έχει σταματήσει γιατί είχαν χάσει το δρόμο, οι μαχητές νιώθουν το κρύο να τρυπώνει στην καρδιά τους, να παραλύει τα νεύρα και το μυαλό, κι ένας ύπνος γλυκός και ακατανίκητος, αυτός που φέρνει τον ύπουλο θάνατο από παγωνιά, τους παραμόνευε. Εκεί δεν έφτανε μόνο το τραγούδι…

[απόσπασμα]

Το μεγάλο ποσοστό των γυναικών στο ΔΣΕ, που έφταναν το 25% σε συνθήκες που στη χώρα μας επικρατούσε, κυριαρχούσε, η συντηρητική, αντιδραστική αντίληψη για την κατωτερότητα των γυναικών, αλλά και η ισάξια με τους άντρες συνεισφορά τους στον αγώνα του ΔΣΕ, αποτέλεσμα της ειδικής δουλειάς που γινότανε στις γυναίκες από τις υπεύθυνες  της γυναικείας δουλειάς κάθε τμήματος, δείχνει ότι ο ΔΣΕ πρωτοπορούσε όχι μονάχα σε σχέση με τον αστικό στρατό, αλλά ακόμα και σε σχέση με τον ΕΛΑΣ. Η εξύψωση των γυναικών στο ΔΣΕ αποτελεί αγαπημένο θέμα της λογοτεχνίας του. Γράφει ο Νίκος Κυτόπουλος στο δεύτερο τόμο της μυθιστορηματικής τριλογίας του που αναφέρεται στην εποποιία της Εαμικής Αντίστασης και στον αγώνα του ΔΣΕ, με τον τίτλο Η δοκιμασία:

[απόσπασμα]

Αυτό το άλμα της γυναίκας από την αφάνεια στο προσκήνιο της Ιστορίας, που πραγματοποιήθηκε πολλαπλάσια στο ΔΣΕ απ’ ότι στην Εαμική Αντίσταση, δεν μπορούσε παρά να εμπνέει, να γοητεύει και να προσελκύει τις ανήσυχες λαϊκές κοπέλες. Γράφει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στη συλλογή διηγημάτων του Αρματωμένα χρόνια:

[απόσπασμα]

Ας δούμε όμως την επίδραση που είχε η παρουσία των γυναικών στις γραμμές του αντίπαλου στρατοπέδου, του αστικού στρατού και ειδικά στους φιλικούς προς το ΔΣΕ φαντάρους, μέσα από τις σελίδες της Μουργκάνας, του Δημήτρη Χατζή:

[απόσπασμα]

Όπως είναι φανερό, η συγγραφική εργασία στο ΔΣΕ ήταν προσανατολισμένη στις ανάγκες του πολέμου για αξιόμαχο δυναμικό με ψυχή βαθιά. Τα μαρτύρια στον «Παρθενώνα» της Μακρονήσου καταγραμμένα από τον Γιώργο Λαμπρινό στη μπροσούρα του Μακρόνησος (έκδοση κι αυτή του βουνού), μέσα από τις διηγήσεις των Μακρονησιωτών φαντάρων που είχαν προσχωρήσει στο ΔΣΕ, εκτός από το να υπογραμμίζει, μέσα απ’ αυτό το έργο, το δίκιο του αγώνα, είχε και έναν στόχο, όπως φαίνεται, να εξυπηρετεί την ανάγκη μιας ιδιαίτερης δουλειάς στους Μακρονησιώτες φαντάρους του αστικού στρατού, για να βρουν τον εαυτό τους προσχωρώντας στο ΔΣΕ. Υπήρχε μάλιστα και απόφαση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, από τον Ιούνη του 1948, σύμφωνα με την οποία εκείνοι οι δημοκρατικοί φαντάροι που είχαν υποχρεωθεί με τη βία να υπογράψουν δήλωση μετάνοιας, σε περίπτωση που προσχωρούσαν στον ΔΣΕ θεωρούνταν να μην έχουν κάνει αυτή τη δήλωση. Η μπροσούρα συνοδεύεται από τέσσερις καλλιτεχνικές συνθέσεις του Γιώργου Δήμου, του οποίου τα έργα φιλοξενούνται στην έκθεση των εικαστικών μαχητών του ΔΣΕ, που έχουμε έξω [σε χώρο του Φεστιβάλ]. Ο Γιώργος Δήμου είχε εικονογραφήσει, αργότερα, στην πολιτική προσφυγιά που κατέφυγε και αυτός, πολλές εκδόσεις βιβλίων μαχητών του ΔΣΕ, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η συλλογή διηγηματικών χρονογραφημάτων Σφυριές, του Απόστολου Σπήλιου, που περιλαμβάνει και πολλά διηγήματα από εκείνα που είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα του Γενικού Αρχηγείου.

Η απροθυμία πολλών στρατιωτών του αστικού στρατού να πολεμήσουν για μια ξένη γι’ αυτούς υπόθεση, η νοσταλγία τους για τη ζεστασιά του σπιτιού τους και για ειρήνη, όπως είναι γνωστό αξιοποιήθηκε και καλλιεργήθηκε από τον ΔΣΕ με καθημερινή διαφωτιστική δουλειά, η οποία καλούσε σε συμφιλίωση και προσχώρηση στον ΔΣΕ, σύμφωνα με το ταξικό τους συμφέρον, μέσα από τα χωνιά, με συνοδεία καλλιτεχνικού προγράμματος και με μοίρασμα προκηρύξεων κοντά στα εχθρικά συρματοπλέγματα. «Συναδέλφωση, αντάρτες φαντάροι είμαστε όλοι παιδιά του λαού»,  είναι ένας στίχος από το τραγούδι που είχε γραφτεί ειδικά γι’ αυτό το σκοπό πάνω στη μουσική του στρατιωτικού εμβατήριου Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει (περιλαμβάνεται στο cd της ΚΝΕ).

Για το θέμα αυτό ξεχωρίζουμε μια νουβέλα του Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή, του στιχουργού του ύμνου του ΔΣΕ Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι, όπως και πολλών άλλων αντάρτικων τραγουδιών της προηγούμενης περιόδου και της μετέπειτα (Πέσατε θύματα, Ο Μπελογιάννης ζει κ.ά.). Ο τίτλος της νουβέλας είναι Τα δύο τάγματα. Γραμμένη αργότερα, το 1954, στην πολιτική προσφυγιά, έχει την πρωτοτυπία η υπόθεσή της να ξετυλίγεται μέσα στο αντίπαλο στρατόπεδο (όπως μαρτυρεί και ο υπότιτλος Σελίδες ημερολογίου ενός φαντάρου του μοναρχοφασιστικού στρατού) περιγράφοντας την κατάσταση της τυφλής υποταγής, της τρομοκρατίας, της απαγόρευσης της σκέψης και της απουσίας ιδανικού που επικρατούσε σε αυτό, το  αντίπαλο στρατόπεδο. Σύμφωνα με τη νουβέλα, οι φαντάροι ενός τάγματος, προς το τέλος του εμφυλίου, αποφασίζουν τελικά να αντιδράσουν στον άδικο πόλεμο, που δε λέει να τελειώσει, μοιράζοντας προκηρύξεις. Η παράνομη δουλειά τους έχει τόσο καλά σχεδιαστεί που ο ταγματάρχης τους, ο Παρθενίου, δεν μπορεί να τους ανακαλύψει γι’ αυτό, και προκειμένου να δικαιολογηθεί απέναντι στους ανώτερούς του, παριστάνει ότι οι προκηρύξεις προέρχονται από το διπλανό τάγμα…

[απόσπασμα]

Το απόσπασμα αυτό είναι αντιπροσωπευτικό του ταξικού διεθνιστικού περιεχόμενου που διαπερνά εντονότερα τη λογοτεχνική δημιουργία των μαχητών του ΔΣΕ, συγκριτικά με την αντιστασιακή λογοτεχνία των προηγούμενων χρόνων, όπου κυριαρχεί το εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενο. Ο Μποδοσάκης, ο Λαναράς και άλλοι καπιταλιστές επικρίνονται με διάφορες αφορμές στα κείμενα των λογοτεχνών του ΔΣΕ, ενώ σε ένα διήγημα του Τάκη Αδάμου για μια εργάτρια κλωστοϋφαντουργίας στη Νάουσα, ο Λαναράς πρωταγωνιστεί. Σε ορισμένα έργα διαγράφεται μάλιστα και η αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής προοπτικής.

Ωστόσο, οι διαπιστώσεις μας αυτές δεν αναιρούν το γεγονός ότι ο κεντρικός προσανατολισμός είναι για την κατάργηση της ξένης, αγγλοαμερικάνικης επικυριαρχίας, τη δημοκρατική ομαλότητα και την ειρήνευση. Οι αντιφάσεις αυτές βέβαια δεν χρεώνονται στους λογοτέχνες του ΔΣΕ, αντανακλούν την αδυναμία του Κόμματός μας να πραγματοποιήσει την αποφασιστική στροφή στη στρατηγική του, βάζοντας σα στόχο την κατάχτηση της εργατικής εξουσίας, και τον εγκλωβισμό του στην ουτοπική  προγραμματική θέση για λαοκρατική πολιτική διακυβέρνηση χωρίς την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας.

Στα έργα του δασκάλου και λογοτέχνη Κώστα Πουρναρά (Μπόση), τη νουβέλα Εμείς θα νικήσουμε, γραμμένο το 1953 και το μυθιστόρημα Δύσκολες μέρες (Α΄ τόμος), γραμμένο το 1956 (από αυτό γράφτηκε μονάχα το πρώτο μέρος· το δεύτερο μέρος όπως φαίνεται δε γράφτηκε  γιατί μεσολάβησαν το 20ο συνέδριο [ΚΚΣΕ] και η καθαίρεση και διαγραφή του Ζαχαριάδη και όλα τα υπόλοιπα που δρομολογήθηκαν στη συνέχεια) είναι εμφανής η προσπάθεια προσδιορισμού της συμπεριφοράς των χαρακτήρων από τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Ο δε σοσιαλισμός ως καρπός του αγώνα του ΔΣΕ καταγράφεται χωρίς περιστροφές. Αντιγράφω χαρακτηριστικά ένα χαριτωμένο διάλογο ανάμεσα σε μια έξυπνη και με ανοιχτό μυαλό αντάρτισσα, τη Δήμητρα, και τον Πίδα, κεντρικό πρόσωπο στο Εμείς θα νικήσουμε. Η αντάρτισσα αποστομώνει τον Πίδα και όλη την αντρική ομήγυρη για τις συντηρητικές απόψεις τους πάνω στο θέμα της σχέσης των δυο φύλων, αποσπώντας τον θαυμασμό τους. Μετά απ’ αυτό, λέει ο Πίδας:

«Σκάζω απ’ το κακό μου γιατί δεν είμαι νεώτερος. Αν ήμουνα θα γινόσουνα δική μου…

― Μπα;! Κι αν δεν ήθελα;

― Βρε Δήμητρα, τι είν’ αυτά που λες; Κι η μπουρζουαζία δε θέλει να μας δώσει την εξουσία, αλλά εμείς θα την πάρουμε.»

Η μεγαλύτερη έκταση αυτών των έργων, αλλά και το γεγονός ότι γράφτηκαν μετά το τέλος του αγώνα του ΔΣΕ, δίνουν τη δυνατότητα στο συγγραφέα να χρησιμοποιεί τη σοσιαλιστική ρεαλιστική μεθοδολογία χωρίς εξιδανικεύσεις και ωραιοποιήσεις γιατί «έτσι είναι η ζωή και δεν πρέπει μπροστά της να κλείνουμε τα μάτια μας», όπως κάπου γράφει. Στόχος του είναι, μέσα από την περιγραφή των δυσκολιών στη θανάσιμη αυτή αναμέτρηση, να ατσαλώσει τον αναγνώστη για τις επόμενες σκληρές μάχες που είναι βέβαιος ότι θα ’ρθουν:

“Στο Δημοκρατικό Στρατό και λιποτάχτες;! Αυτό δεν είναι σαν τ’ άλλα. Κι ο νους ξετυλίγει τα περιστατικά…

Όξω από το καλύβι που χρησιμοποιούνταν και για τσαγκαράδικο, γιατί κει έμνησκε ο τσαγκάρης, ο Πίδας παιδευόταν να μπαλώσει την αρβύλα. Μέσα γινόταν συζήτηση. Το περασμένο βράδυ είχε λιποταχτήσει ο Μαυρίδης.

― Ήταν λαίμαργο παιδί, έλεγε ένας. Πεινούσε φοβερά. Έκλαιγε στον ύπνο του. Τους τέτοιους είναι να τους λυπάσαι. 

― Να τους λυπάσαι; Βρε πούθε κατέβηκες; Αυτοί θέλουν ψήσιμο. Ζεμάτισμα με «καυτό μολύβι, μαντέμι και λάδι».

― Βρε τον προδότη να λυπηθούμε; Αυτοί είναι χειρότεροι απ’ τους μπουραντάδες. Για να φανεί καλός οχιά θα γίνει.

― Όχι, επέμεινε ο πρώτος. Εγώ πιστεύω πως ότι έκανε-έκανε, πιότερο κακό δε θα κάνει. Θα τραβηχτεί στο χωριουδάκι του και θα ψευτοζεί. Και θα δείτε…

Ο Πίδας άναψε. Κρατώντας το παπούτσι στο χέρι, κούτσα-κούτσα μπήκε στο καλύβι.

Αυτόν, άρχισε, όχι μόνο θα τον στείλουν στο χωριό του να καθήσει ήσυχα, αλλά θα του βγάλουν και σύνταξη και θα του πουν: «φάε, πιε και ευφραίνου». Αχ μωρέ πού σας πήγαιναν οι φραγκοπαπάδες! Στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 47 μάς λιποτάχτησε  ο Χρ. Περδίκης. Ήταν ένας αντρούκλας ως κει πάνω. Έδειχνε τίμιος άνθρωπος. Μα να που δεν ήταν έτοιμος να τα δώσει όλα για όλα. Όταν έφυγε βρήκαμε στο γυλιό του ένα γράμμα. Έγραφε: «Παλιοί σύντροφοι, στην πείνα και τον κατατρεγμό, στη μάχη και στο θάνατο λύγισα. Δεν άντεξα. Είμαι προδότης. Μα πιστέψτε με κει που θα πάω δε θα τους εξυπηρετήσω. Θα χωθώ σε μια τρύπα στο χωριό μου και θα κλαίω την κατάντια μου. Αυτό σας το ορκίζομαι».

Δεν είναι ανάγκη να σας πω πως αυτά ήταν λόγια της καραβάνας. Μπορεί, τότε και να το πίστευε. Όμως το ζήτημα είναι να μη γλιστρήσεις κι ύστερα αυτοί ξέρουν να σε σπρώξουν στο βούρκο. Το τι είπε;! Ό,τι ψευτιά, ό,τι βρωμιά κι ό,τι ατιμία του είπαν, τάπε. Έφτασε σε τέτοιο σημείο που κι ένας αιχμάλωτος μιλούσε με σιχασιά γι’ αυτόν.

Δυο μήνες αργότερα πήγα γι’ αναγνώριση. Δυο ώρες σύρθηκα σαν το φίδι. Κρύφτηκα μέσα στα χαμόκλαδα, δίπλα σ’ ένα λόχο κι άκουγα:

― Άιντε, η πρώτη διμοιρία να πάει για ενέδρα στη βρυσούλα, φώναξε ένας.

― Θάχει νάρκες, φώναξε δεύτερος.

― Θα πάνε τα «συντρόφια» μπροστά, απάντησε ο πρώτος χαχανίζοντας.

Τότε άκουσα μια κακομοιριασμένη φωνή. Τη γνώρισα κι ανατρίχιασα. Ήταν του Περδίκη.

― Τι; πάλι εμείς μπροστά; Κάθε βράδυ το ίδιο θάχουμε;

― Αμ ποιος θέλετε να βγάλει τις νάρκες; Δικές σας είναι, φώναξε ο άλλος γελώντας.

― Μα τώρα εμείς είμαστε από σας.

― Ναι! Αλλά όπως και νάναι κάποια συγγένεια έχετε με τα «συντρόφια».

― Άιντε τσογλάνια μπροστά. Συζήτηση θα κάνουμε; άλλος.

― Μπρος προδότες. Άιντε ψοφίμια, άλλος.

Τόβαλα πείσμα να πιάσουμε τον Περδίκη. Σύρθηκα κάμποσο κι ύστερα φωτιά. Πήγαμε πρώτοι στη βρυσούλα και στήσαμε ενέδρα. Και νάτους έρχονται. Πρώτος αυτός. Πατούσε σα σε κάρβουνα. Πέτρα-πέτρα. Ήταν φεγγάρι και τον έβλεπα καθαρά.

― Πάτα στη γης να μη σου την ανάψω, φώναξε κάποιος από πίσω. Δε μπορούμε να πατάμε όλοι στις πέτρες.

Τους αρχίσαμε βροχή, φωνάζοντας: Το νου σας έχει νάρκες. Μη σκοτώνεστε τσάμπα. Σκοτώθηκαν μερικοί. Άλλοι τραυματίστηκαν. Κι οι υπόλοιποι σκόρπισαν. Εγώ έτρεξα να βρω το φίλο. Ήταν τραυματισμένος στο πόδι και στο χέρι. Με γνώρισε.

― Πίδα, μου είπε. Δέσε μου τις πληγές.

― Βρε προδότη. Εγώ να σου τις δέσω; Εγώ έλεγα να σε πιάσω ζωντανό και να σε κάνω κομματάκια. Και τώρα που τα πράματα ήρθαν πιο βολικά να χάσω την ευκαιρία; Δε θα σε σκοτώσω. Θα σ’ αφήσω να πεθάνεις από αιμορραγία. Να πεθάνεις απ’ την πείνα και τη δίψα. Να σε φάνε τα σκουλήκια  και οι μύγες.

Νόμισα πως θάναι πέρα για πέρα σκουλήκι. Νόμισα πως θα κλαίει και θα παρακαλεί, μα, παράξενο, τίποτα απ’ αυτά.

― Καλά, όπως θέλεις, είπε σταθερά.

Τον άφησα και κίνησα να φτάσω τους άλλους. Όμως ο τόνος της φωνής του μου τάραξε τα νεύρα. Μ’ έκανε να νιώσω κάτι σαν ντροπή. Λίγο πιο πάνω σταμάτησα. Ακούω κάποιο σούρσιμο και πετραδάκια να κυλιούνται. Έπιασα μια θέση και περίμενα να δω τι είναι. Τον είδα να σέρνει το πόδι με κόπο και βογκώντας να προχωράει.

― Πού πας; του λέω

― Σε σας, μ’ απάντησε.

― Βρε θα σε σκοτώσουμε εκεί!

― Γι’ αυτό κι εγώ έρχουμαι. Λίγα λεφτά προτού πεθάνω θέλω να ξεπλύνω ό,τι μπορεί απ’ την προδοσία μου, Θέλω να δουν οι αντάρτες ζωντανή την κατάντια του προδότη για να μπορούν παλικαρίσια να τα βγάζουν πέρα και με την πείνα και με το κρύο, και με το χάρο.”

Το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) Δύσκολες μέρες αναφέρεται στην περίοδο αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και ως την άνοιξη του 1947, πριν δηλαδή την απόφαση της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ με την οποία γενικεύεται η ένοπλη ταξική αναμέτρηση (για όσους δεν το γνωρίζουν, μέχρι τότε η ένοπλη πάλη, δηλαδή ο ΔΣΕ,  χρησιμοποιούταν ως δευτερεύον, ως βοηθητικό μέσο πίεσης για ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις).

Στις σελίδες του αποτυπώνεται το ανελέητο ανθρωποκυνηγητό με συλλήψεις αγωνιστών, με κλοπές, με βιασμούς, με καταστροφές κομματικών γραφείων και γραφείων εαμίτικων οργανώσεων, με βασανισμούς, δολοφονίες και εκτελέσεις όσων βοηθούσαν ή υποπτεύονταν ότι μπορεί να βοηθούν τους κομμουνιστές και τους αντάρτες. Παράλληλα όμως παρουσιάζονται επικριτικά σχόλια όχι μονάχα για την παράδοση των όπλων , αλλά και για την κατεύθυνση του Κόμματος να μην προκαλεί, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται τα κρούσματα της ωμής βίας και των ξυλοδαρμών, καθώς και οι απώλειες αγωνιστών του ΕΑΜ που, μη αντέχοντας στις μεγάλες, αυξημένες απαιτήσεις αυτού του αγώνα, μεταπηδούσαν στο αντίπαλο στρατόπεδο εξαργυρώνοντας αυτή τη στάση τους με θέσεις, χρήματα, και άλλα ανταλλάγματα.

Παρ’ ότι το μυθιστόρημα δεν αμφισβητεί ανοιχτά την κομματική κατεύθυνση για συμφιλίωση μέσα από τη νόμιμη πολιτική δραστηριότητα, στην πράξη την υπονομεύει με την καθηλωτική περιγραφή του αδιέξοδου των προσπαθειών του Κόμματος να συγκροτήσει τις διαλυμένες κομματικές οργανώσεις του· τόσο σε πολλές πόλεις όσο και στα χωριά. Αποφυλακισμένοι σύντροφοι, για παράδειγμα, συλλαμβάνονται λίγο μετά αφότου βγουν από την πόρτα της φυλακής γιατί δεν μπορούν να επανασυνδεθούν. Ας ακούσουμε όμως, καλύτερα, ένα απόσπασμα για την κατάσταση που αντιμετωπίζει ο κομματικός υπεύθυνος κάποιας περιοχής, ο Πέτρος, στην προσπάθειά του να συγκροτήσει τις οργανώσεις στο χωριό:

«Ο Πέτρος γυρίζει από χωριό σε χωριό. Καμιά σχεδόν νύχτα δεν κοιμήθηκε. Ώρες και ώρες περπατούσε. Περνούσε χωριά, γεφύρια, υποχρεωτικές διαβάσεις, για ν’ ανταμώσει τους ανθρώπους του. Τη μέρα, απ’ τους δρόμους δε μπορούσε να κινηθεί. Απ’ τις γιδόστρατες και το λόγγο ο κίνδυνος δεν ήταν μικρός. Και τη νύχτα δεν ήξερε που του είχε στήσει ο χάρος καρτέρι. Αράδιαζε τη μια πετρίτσα πάνω στην άλλη και παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα και με καρδιοχτύπι να δει να ψηλώνει το σπιτάκι που του ανέθεσε το κόμμα να χτίσει σε τούτη τη γωνιά. Μα δεν πρόφταινε να το καμαρώσει, δεν προλάβαινε να χαμογελάσει, ερχότανε ένα κύμα και γκρέμιζε ό,τι έχτιζε με κόπο και με μόχτο. Ό,τι έχτιζε στύβοντας της καρδιάς του το αίμα. Ώσπου να συγκροτήσει μια επιτροπή σε τούτο το χωριό, σκορπούσαν την άλλη πούχε φτιάξει χτες στ’ άλλο παραπέρα. Ώσπου να συμμαζέψουν τα ορφανά από την επιδρομή, καινούργια ορφανά έμνησκαν στους δρόμους. Γυρίζανε τα χαράματα από τη δουλειά όπου κολλούσανε χειρόγραφες προκηρυξούλες και το βράδυ έπρεπε να ξεκινήσουν πάλι, γιατί κάπου αλλού έγιναν καινούργια εγκλήματα. Η ζωή τον κερνούσε στο ίδιο ποτήρι την απογοήτευση που έφερνε η αποτυχία, την πίκρα που έδινε η προδοσία και τη μεγάλη χαρά που δίνει η αγάπη του κόσμου.»

Όμως  και η αγάπη του κόσμου πιο δύσκολα δινότανε πια. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια αντάρτισσα κατεβαίνει στο χωριό ν’ αναζητήσει σε δυο εαμίτικα σπίτια τροφή για τον Πέτρο που βρίσκεται τραυματισμένος μέσα σε μια σπηλιά και βρίσκει το ένα γκρεμισμένο και στο άλλο, κατοικημένο όπως φαινόταν, χτυπάει, ξαναχτυπάει, μιλιά από μέσα, νέκρα.

“― Βρε Ανάστω, την κουφή κάνεις; άνοιξε!

― Ποια είσαι μωρή;

― Η Λενιώ.

― Η Λενιώ;! Φεύγα, δε σ’ ανοίγω, θα με κάψεις.

― Ανάστω άνοιξε αλλιώς δε φεύγω. Κατάλαβέ το, είναι ανάγκη.

Ακούστηκε ένα σπίρτο και φάνηκε φως. Άναψε το λυχνάρι κι ύστερα τράβηξε το σύρτη. Η Λενιώ μπήκε κι έπεσε εξαντλημένη σε μια κασέλα.

― Λέγε τι θέλεις; Δε σταμάτησες ακόμα; Σε τρώει το κεφάλι σου μου φαίνεται. Δε βλέπεις που δεν έμεινε κανένας;  Μόνο που πήραν τον κόσμο στο λαιμό τους. Αμ έχουν πλάτες οι άλλοι, δεν είναι ρεμπεσκέδες σαν κι αυτούς.

― Άστα αυτά τώρα Ανάστω. Δως μου τίποτα για φαΐ.

― Για σένα;

― Και γι’ άλλους.

― Για τμήμα ή για τραυματίες;

― Τι θες και ρωτάς; Δώσε ό,τι έχεις.

― Δε σου δίνω τίποτα, Να σου δώσω λίγο ψωμί κι ένα κρεμμύδι να το φας εσύ κι αυτοί ας ψοφήσουν.

― Βρε Ανάστω τι έπαθες; Να σου δώσω ό,τι φοράω και να περπατήσω γυμνή!

― Φώναξε και πήδα όσο θες. Ορκίστηκα, δεν ξανανακατεύουμαι, φτηνά τη γλίτωσα.

Τράβηξε κάτι από το ντουλάπι και δίνοντας της ξανάπε:

― Να, φάτα εδώ μπροστά στα μάτια μου, αλλιώς σου τα ξαναπαίρνω.

Η Λενιώ παρακάλεσε, έκλαψε, φώναξε. Της θύμισε τον ΕΛΑΣ, τον άντρα της που τον εκτέλεσαν, μα τίποτα. Στάθηκε αδύνατο να μαλάξει την ψυχή της.

Όταν η Λενιώ διηγήθηκε αυτά στον Πέτρο και τούκανε παράπονα πως ο κόσμος χάλασε, εκείνος αποκρίθηκε: «Οι τέτοιες καταστάσεις,  Λενιώ, έχουν και τέτοια πράγματα. Πρέπει να πούμε πως περνούμε μια δύσκολη καμπή, ίσως τη δυσκολότερη. Αντί να κυνηγούμε τον εχθρό μάς κυνηγά, κι αυτό καταλαβαίνεις τι επίδραση έχει. Περίμενε ο κόσμος όπως το διψασμένο χώμα τη βροχή, όπως οι πρώτοι χριστιανοί τη Λαμπρή. Πάθαμε ζημιές, μεγάλες, μικρές ποιος ξέρει. Τόσες μέρες τώρα ούτε μια τουφεκιά δεν ακούστηκε. Ο κόσμος πικράθηκε, μερικοί φοβήθηκαν, άλλοι απογοητεύτηκαν κι άλλοι μούδιασαν και κουμπώθηκαν. Ο περισσότερος κόσμος δε χάλασε. Πάνω από δυο χρόνια τώρα καταπίνει τα δάκρυα, δένει τις πληγές του, μαζεύει μέσα του οργή και μίσος, ελπίζει και παλεύει όπως μπορεί. Και αύριο, πρέπει να ελπίζουμε, θάναι καλύτερα. Μα αν το αύριο θάναι χειρότερο, γιατί μπορεί να γίνει κι αυτό, το μεθαύριο θάναι οπωσδήποτε καλύτερο.»”

Με λίγα λόγια, στο μυθιστόρημα αυτό, κι ακόμα περισσότερο στο δεύτερο τόμο της τριλογίας του Κυτόπουλου Δοκιμασία, διαφαίνεται ότι η επιλογή του Κόμματος να χρησιμοποιήσει την ένοπλη πάλη σαν βοηθητικό μέσο πίεσης για ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις, από το 1946 ως τα τέλη του 1947, λειτούργησε σε βάρος τελικά της τελικής αναμέτρησης. Στο χρόνο που χάθηκε ο αντίπαλος ανασύνταξε τις δυνάμεις του, επέφερε καίρια χτυπήματα στις κομματικές οργανώσεις, ειδικά των πόλεων, εξορίζοντας, φυλακίζοντας και εκτελώντας χιλιάδες κομμουνιστές, ερήμωσε τα χωριά και έτσι στέρησε τον ΔΣΕ από τις εφεδρείες του, και ανέτρεψε τελικά σε όφελός του το συσχετισμό δύναμης.

Όλοι οι πρωτοπόροι λογοτέχνες στους οποίους σήμερα αναφερθήκαμε, μετά το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων φιλοξενήθηκαν στις χώρες του σοσιαλισμού όπου εργάστηκαν σαν συγγραφείς, σαν δημοσιογράφοι ή εκπαιδευτικοί, ενώ αρκετοί απ’ αυτούς πραγματοποίησαν σπουδές στη λογοτεχνία. Οι περισσότεροι έμειναν μέχρι το τέλος πιστοί στην υπόθεση που με τόση θέρμη αγκάλιασαν στη νιότη τους και, παρ’ ότι πέρασαν μια σκληρά δοκιμασμένη αλλά πάμπλουτη σε βιώματα και σε συγκινήσεις ζωή (ίσα-ίσα, ακριβώς γι’ αυτό), συνέχισαν να δημιουργούν σπουδαίο λογοτεχνικό έργο· ορισμένοι από αυτούς απόσπασαν πάμπολλα βραβεία τα οποία τους βοήθησαν και στον επαναπατρισμό τους.

Ο μόνος που δεν επαναπατρίστηκε είναι ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης). Τα έργα του, που αποσπάσματά τους διαβάσαμε σήμερα, όπως και αποσπάσματα άλλων λογοτεχνών του ΔΣΕ, έχουν εκδοθεί από το Εκδοτικό Νέα Ελλάδα και τις Πολιτικές & Λογοτεχνικές Εκδόσεις και δεν κυκλοφορούν πλατιά στη χώρα μας. Συνεχίζοντας όμως την προσπάθεια που έχει ξεκινήσει η Σύγχρονη Εποχή εδώ και χρόνια με τη δημοσίευση έργων –και λογοτεχνικών– για τον ΔΣΕ, θα φροντίσουμε το επόμενο διάστημα να εκδοθούν κάποια απ’ αυτά τα έργα που δεν κυκλοφορούν μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Το οφείλουμε άλλωστε σ’ αυτούς τους λογοτέχνες γιατί η αστική και η οπορτουνιστική κριτική αποσιωπά ή απαξιώνει ειδικά αυτό το μέρος της λογοτεχνικής τους δημιουργίας, ακριβώς γιατί αποτελεί ένα πολύ επικίνδυνοι όπλο για τα συμφέροντα της τάξης που υπηρετεί.

Όπως έγραφε ο Δημήτρης Χατζής «υπάρχουνε μάχες στον πόλεμο που δεν έχουνε άλλη δόξα έξω από τη δόξα της κερδισμένης νίκης, και είναι μάχες χαμένες που μ’ αυτές κερδήθηκε ο πόλεμος». Με άλλα λόγια, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας μπορεί να ηττήθηκε, όμως η πείρα και τα διδάγματα από την κορυφαία αυτή ταξική σύγκρουση στη χώρα μας είναι ίσως η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη σε όλη την Ιστορία του Κόμματός μας, για να κερδίσουμε τελικά τον πόλεμο που συνεχίζεται.

Ή, όπως κλείνει ο Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) το ομώνυμο βιβλίο του που γράφτηκε μετά την ήττα: τι κι αν χάθηκε ο Γράμμος; Εμείς θα νικήσουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου