"Να τους δώσουμε να καταλάβουν πως ο σοσιαλισμός είναι δύσκολο πράμα ακριβώς γιατί είναι μεγάλο πράμα. Δε φτάνει να πάρεις την εξουσία. Χρειάζεται να ζυμώσεις ξανά τον άνθρωπο που τον έπλασαν οι αιώνες, και να φτιάξεις απ’ την αρχή, καινούργιο…"
( "...και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα")

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

60 χρόνια από την έκδοση του βιβλίου του Κώστα Μπόση "ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ"» - Η παρουσίαση του βιβλίου από τον ΡΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ (29/8/1954)



Αντάρτες του ΔΣΕ.

Εξήντα χρόνια κλείνουν φέτος από την έκδοση του βιβλίου του Κώστα Μπόση ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ, από το εκδοτικό ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ. Πρόκειται για το δεύτερο (μετά το «Αη Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941»), βιβλίο του συγγραφέα στο οποίο περιγράφει την ηρωική εποποιία των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο, βγήκε στη Ρουμανία τον Σεπτέμβρη του 1953 και κυκλοφόρησε στις Λαϊκές Δημοκρατίες και έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτό από το ιστολόγιο, δημοσιεύοντας βιβλιοκρισία της Έλλης Αλεξίου, που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Το βιβλίο δεν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ίσως λιγοστά αντίτυπα να έφτασαν μέχρι εδώ μέσω των πολιτικών προσφύγων που επαναπατρίστηκαν, έτσι, δυστυχώς, δεν διαθέτουμε αντίτυπό του, παρά μόνο έναν μικρό αριθμό φωτοτυπημένων σελίδων του. Αν κάποιος φίλος αναγνώστης έχει αντίτυπο στην κατοχή του πολύ θα θέλαμε να έρθει σε επικοινωνία μαζί μας.

Το βιβλίο παρουσιάστηκε σε εκπομπή του Ραδιοφωνικού Σταθμού ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ, στο Βουκουρέστι, στις 29 Αυγούστου 1954. «Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός της Ελεύθερης Ελλάδας. Καλησπέρα σας. Μεταδίδουμε την σημερινή μας εκπομπή, σε μήκη βραχέων κυμάτων 43,1 μέτρα και 46,90 μέτρα.» Με αυτήν την προσφώνηση ξεκινούσαν οι απογευματινές εκπομπές του σταθμού, τα κείμενα των οποίων δακτυλογραφούνταν και αρχειοθετούνταν και έτσι διασώθηκαν, κάποιες, ως τις μέρες μας. Η συγκεκριμένη εκπομπή αποτελείται από οχτώ δακτυλογραφημένες σελίδες, χωρίς υπογραφή, τις οποίες μεταφέραμε στο πληκτρολόγιο ακολουθώντας την ορθογραφία του κειμένου. Σημειώσαμε μόνο με πλάγια γραφή  τα αποσπάσματα του βιβλίου για να ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο κείμενο.


«Εκπομπή αφιέρωμα στα πέντε χρόνια από την υποχώρηση του ΔΣΕ. Αποσπάσματα από το βιβλίο του σ. Κ. Μπόση με τίτλο Εμείς θα νικήσουμε»

                                                                                               ΑΡ.Δ.884.Χ.9
29.8.54                                                                                                                           

     Πέντε χρόνια κλείνουν από  την υποχώρηση του ΔΣΕ. Το ηρωϊκό του πάλεμα με τους αμερικανοάγγλους καταχτητές και τον ξενόδουλο μοναρχοφασισμό, που αντιμετώπιζε το πισώπλατο χτύπημα του προδότη Τίτο, [Σημ. ιστολογίου: το λιγότερο τονισμένο κομμάτι είναι διαγραμμένο και υπάρχει παραπομπή  στην αριστερή πλευρά της σελίδας, όπου είναι γραμμένη με το χέρι η διόρθωση, που όμως δεν διακρίνεται αρκετά καθαρά και με μια μικρή επιφύλαξη γράφει τα εξής: μέρα που ο ΔΣΕ με το ηρωικό του πάλεμα ενάντια στους αμερικανοάγγλους καταχτητές, το ξενόδουλο μοναρχοφασισμό και το πισώπλατο χτύπημα του προδότη Τίτο, υποχώρησε και] δικαιώθηκε στη συνείδηση των πατριωτών που έζησαν στο 5χρονο αυτό σ’ όλη την ωμότητά της την αμερικάνικη κατοχή και την εθνοπροδοσία των προσκυνημένων της. Σ’ αυτό το ηρωϊκό  πάλεμα είναι αφιερωμένο και το βιβλίο του σ. Κώστα Μπόση «Εμείς θα νικήσουμε». Το βιβλίο αυτό παρουσιάζουμε απόψε στους ακροατές με το παρακάτω σημείωμα:

*  *  *
    Ανάμεσα στα βιβλία, τα εμπνευσμένα απτούς αγώνες του λαού μας για τη ζωή και τη λευτεριά, είναι και το βιβλίο του Κώστα Μπόση: «Εμείς θα νικήσουμε», που κυκλοφόρησε τελευταία απ’ το εκδοτικό  «Νέα Ελλάδα».
    Ο Κώστας Μπόσης είναι γνωστός κιόλας στα ελληνικά γράμματα, από το πρώτο του έργο « Αη – Στράτης». Αγωνιστής του λαού ο Μπόσης κλεισμένος απ’ την βασιλομεταξική φασιστική διχτατορία στο κάτεργο του Αη – Στράτη, πήρε μέρος στην ηρωϊκή μάχη με το θάνατο της πείνας, που έδοσαν οι εξόριστοι αγωνιστές εκεί, κι’ απόδοσε αυτή τη μάχη με τη πέννα του πολύ ρεαλιστικά, δημιουργώντας ένα απτά καλύτερα έργα της επαναστατικής μας λογοτεχνίας.

     Το καινούργιο έργο του Μπόση έχει για θέμα του το Γράμμο. Τη μεγάλη μάχη του 1948, όπου μια χούφτα μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, όρθωσαν τα στήθεια τους στους αγγλοαμερικάνους καταχτητές, έγραψαν με το αίμα τους μια απτίς λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας της πατρίδας μας, κι’ έκαναν το Γράμμο σύμβολο της λευτεριάς. Μαχητής του Γράμμου κι ο Μπόσης, ζωντανεύει τώρα με την τέχνη του το μεγαλείο αυτής της μάχης, αρχίζοντας με μια υποβλητική εισαγωγή. Περιγράφει τη φύση του Γράμμου, μνημονεύει παλιότερα δοξασμένα κατορθώματα, ανιστορεί τη σκληρή ζωή του μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού για να τον δόσει ύστερα ολοκληρωμένο στην έξαρση, στη θυσία, φλογισμένο απτά ανώτερα ιδανικά της λευτεριάς, ακλόνητο στην πίστη του για τη τελική νίκη του λαού.

       «Σε κάποια κορυφή του Γράμμου στήσαμε λημέρι στα τέλη του 1947. Κι είναι όμορφος ο Γράμμος. Τον ομορφαίνει τώρα κι η θυσία».

       Πραγματικά δεν υπάρχει κορφή, βράχος, φαράγγι, πάνω στο Γράμμο που να μη θυμίζει και μια θυσία για την πατρίδα, κι’ ένα κατόρθωμα για τη λευτεριά. [Σημ. ιστολογίου: στο σημείο αυτό υπάρχει σημείωση για να μπει μουσική]

      «Κάθε πρωΐ σαν ανοίγουμε τα μάτια μας, μάς χαιρετάει ο Πύργος της Κοτύλης απ’ αντίκρυ και μάς μολογάει την ιστορία του: «Στις επιχειρήσεις του καλοκαιριού τρεις μαχητές υπεράσπιζαν εδώ στα βράχια μου τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της πατρίδας. Μπροστά χωρίς μετρημό ο εχθρός. Και πίσω απάτητος γκρεμός. Έριξαν όλες τις σφαίρες στον εχθρό και κράτησαν για τον εαυτό τους το γκρεμό».

       Το Ζάλογγο και το Μεσσολόγγι, τ’ Αρκάδι και του Υμητού το σπίτι, κι άλλοι τόποι, μύριοι τόποι, μ’ άλλα ονόματα, με ξένα ονόματα, πέρα από τα σύνορα, μακριά από μας, που αποτελούν την πανανθρώπινη απτά βάθη των αιώνων ως τα σήμερα θυσία, για να γίνει πανανθρώπινη κι η λευτεριά, χαιρετάν το Πύργο. Τα παλιά δένονται με τα καινούργια. Τα δικά μας με τα ξένα, τα πανανθρώπινα. Και μάς φωτίζουν δύσβατο το δρόμο και μάς προμηνάνε σκληρό και αδυσώπητο αγώνα.» [Σταματά η μουσική]

      Πολύ σκληρή η ζωή των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού. Λίγο το ψωμί, παλιά τριμένα τα ρούχα, μάχη με το κρύο και την πέινα, αγώνας με τον εχθρό, με τα οπλισμένα ως στα δόντια λεφούσια του. Μα στέκονται αλύγιστοι.

      «Ο Ηλίας ο Τσουμάνης είναι σκοπός σ’ ένα υψωματάκι. Φυσάει κύματα–κύματα παγωμένα ο βοριάς, βογγάνε οι οξυές και τα πεύκα. Τρίζει το χιόνι κάτω από τα πόδια του καθώς κάνει βόλτες. Προχωράει ως τη διπλανή σκοπιά. Μια κοπέλα φυλάει εκεί. Φοράει ένα φουστανάκι κι ίσως τίποτα άλλο...Ο βοριάς ανεμίζει το φουστάνι της κι αυτή χουχουλίζει τα παγωμένα χέρια.

      ―Μα γιατί δε φοράς παντελόνι; ρωτάει ο Ηλίας.

      ―Δεν έχω, απάντησε απλά. Χτες αργά τραυματίστηκε μια συναγωνίστρια και στα δυο πόδια ψηλά. Της κόψαν το παντελόνι για να της δέσουν τα τραύματα. Κι’ αναγκάστηκα να της δόσω το δικό μου.

        Κι’ η κοπέλα γυρίζει ξανά στη σκοπιά της... Μέσα στο σκοτάδι ακούστηκαν βήματα. Μια σκιά προχωρεί. Ήταν ο Αντώνης.

       ―Ε, Ηλία! Πώς πάει η πρώτη βραδιά που φυλάς το λεύτερο τούτο κομμάτι της πατρίδας; Κρύο κάνει...

        ―Όταν σκέφτομαι τη συναγωνίστρια με το φουστανάκι που φυλάει δίπλα, δεν κρυώνω , απάντησε ο Τσουμάνης».

       Μεγάλος ο ρόλος της μαχήτριας στο Δημοκρατικό Στρατό. Παλεύοντας να λυτρωθεί απ’ τη διπλή σκλαβιά της στάθηκε αμέτρητες φορές εμπνευστικό παράδειγμα στη μάχη με τον εχθρό και με τις κακουχίες κι απόσπασε το θαυμασμό και την εκτίμηση των συντρόφων της.
       Μα η μεγάλη δοκιμασία για όλους, για τους μαχητές και τις μαχήτριες, για τα στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού στάθηκε η μεγάλη μάχη του Γράμμου.
     Στις σελίδες αυτές, ο Μπόσης ξετυλίγει με τέχνη την ψυχή του αγωνιστή και με πολύ ρεαλισμό ζωντανεύει πρόσωπα και καταστάσεις. Στις σελίδες αυτές όλα ζουν και κινούνται άνετα στο περιβάλλον που τα δένει. Δίπλα στο μαζικό ηρωϊσμό των μαχητών ξετρυπώνει κι ο δειλός που πάει να το σκάσει. Ζει κι ο τίμιος που παλαίβει με το ένστιχτο της αυτοσυντήρησης και το χρέος που αποδείχνεται δυνατότερο και νικάει. Δίπλα στους μαχητές πολεμούνε και οι μαχήτριες ως την τελευταία τους πνοή. Πολεμούν οι τραυματίες που αρνούνται να εγκαταλείψουν τη θέση τους. Πολεμούν οι διοικητές και οι πολιτικοί επίτροποι. Πολεμάει το τμήμα ολόκληρο που κι όταν αναγκάζεται να συμπτυχθεί έχει το αίσθημα του νικητή, γιατί έκανε το χρέος του, γιατί πιστεύει απόλυτα στην τελική νίκη του λαού.

     «16 θεριστή 1948. Ροδίζει η Ανατολή. Σκορπάει η καταχνιά στον κάμπο. Τα πουλάκια, πετώντας από κλαδί σε κλαδί, τραγουδάνε. Σκεπασμένη η γη από χλόη και λουλούδια. Μοσχοβολάει ο αγέρας από αρώματα και ρετσίνι. Υπέροχη μέρα για δουλιά και ξεφαντώματα. Κι άξαφνα ταράχτηκε ο τόπος. 25 κανόνια ρίχνουν στα πολυβολεία μας. Φτάνει κι η αεροπορία. Ρίχνει βόμβες, ρουκέτες και μυδραλιοβολεί. Κανόνια και αεροπορία ρίχνουν όλα μαζί σ’ ένα υψωματάκι. Βροχή τα βλήματα. Άλλα σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, άλλα σκάζουν ολόγυρά μας. Κόλαση από φωτιά. Πολλοί απτούς μαχητές και τις μαχήτριες είναι άκαπνοι και απότομα πέσαν  σ’ αυτήν την κόλαση...».

     Όμως μένουν βράχοι ακλόνητοι στη θέση τους. Ένας πολυβολητής κουφαίνεται και μένει βουβός απ’ την έκρηξη της μπόμπας. Αλλά στη γραφτή πρόταση του ομαδάρχη του να φύγει συμπληρώνει: «Όχι» τα μάτια, το μυαλό και τα χέρια είναι γερά και γυρίζει προς τη θυρίδα.
     Ο εχθρός κινείται και ρίχνει κοπαδιαστά τα τμήματα, ύστερα απ’ το φοβερό βομβαρδισμό. Μα τα βράχια στέκουν μπρος τους άπαρτα. Κι έρχεται το σούρουπο της πρώτης μέρας. [Ξεκινά η μουσική]

      «Σταμάτησε ο χαλασμός της μάχης. Ο ήλιος κατακόκκινος, σαν απ’ το πολύ αίμα που χύθηκε, κρύφτηκε στην κορφή του Γράμμου. Μια απόλυτη παραδεισένια γαλήνη απλώθηκε ολόγυρα. Ούτε φωνή, ούτε τραγούδι, ούτε τουφεκιά. Ξαπλωμένοι στις θέσεις μας, ακίνητοι σαν πεθαμένοι, αμίλητοι απολαβαίνουμε μ’ άφταστη, ανείπωτη ευχαρίστηση τη σιγαλιά, την ερημιά. Νικητές και ζωντανοί. Δεν υπάρχει τίποτα το μεγαλύτερο... Κείνη τη στιγμή από κάποιο βράχο, μια γλυκιά πλούσια φωνή κοριτσιού σκορπάει κύματα–κύματα το τραγούδι: «Στη βρύση τη βουνίσια, είναι μια φλαμουριά». Ο λόγγος και τ’ αγρίμια, εμείς κι οι μπουραντάδες, απολαβαίνουμε το τραγούδι. Από κάποιο τσουγκάρι ο τηλεβόας κηρύχνει τη συναδέλφωση». [Τέλος μουσικής]

      Τη μέρα πολεμάνε και τη νύχτα δουλεύουν στην οχύρωση, για να ξαναμπούν πάλι στη μάχη, πιο έμπειροι, πιο σταθεροί, πιο ετοιμοπόλεμοι και να αντιμετωπίσουν τη λύσσα του εχθρού που δυναμώνει.
      Ο διμοιρίτης ο Τσουμάνης σε μιαν ανάπαυλα της μάχης γράφει στο τάγμα: «Τούτο που βλέπω δεν είναι παληκαριά. Δεν είναι αυτοθυσία. Είναι κάτι αφάνταστο πιο μεγάλο, πιο δυνατό. Είναι... πώς να  το πω; Λέξη δεν υπάρχει. Δεν είναι πιο σταθερή η γης απ’ τους μαχητές. Χάλασε ο κόσμος γύρω. Στρώθηκε η γης από κλαδιά και φύλλα. Φώτισε ο λόγγος. Σκάφτηκε ο τόπος. Πόσα ρίξανε; Αμέτρητα, σωρό. Μα οι μαχητές μας δεν μετακινήθηκαν ούτε ένα μέτρο. Τους νομίζεις καρφωμένους. Γίνανε ένα με τις πέτρες».

      Τα τμήματα όμως αραιώνουν και εφεδρείες δεν υπάρχουν. Ο εχθρός βρήκε μια χαράδρα και προωθεί τα τμήματα του. Πρέπει να βρεθεί μια ομάδα. Στον επίτροπο του τάγματος φθάνουν πέντε απτό νοσοκομείο. Νηστικοί, κατάκοποι. Ο επίτροπος ρωτάει:
      ―Μήπως είναι κανένας ανάπηρος;

      ―Όχι. Μόνο ο Νίκος έχει ανοιχτή ακόμα πληγή.

      ―Γιατί σε βγάλανε απτό νοσοκομείο με ανοιχτή πληγή;

      ―Για να πολεμήσω. Αυτή μπορούσε να βαστάξει και ένα χρόνο».

       Όλοι πολεμούν , με το όραμα της λεύτερης πατρίδας, με το όραμα της καινούργιας ζωής που θα χτίσουν.

        Σε μιαν ανάπαυλα της μάχης ο διμοιρίτης ο Ηλίας λέει στο φίλο του:
       ―«Άμα λευτερωθούμε Πίδα, θα πάμε στον Πειραιά να δουλέψουμε μαζί στο εργοστάσιο, θα φκιάνουμε τραχτέρ να οργώνουν τη γης, καράβια που θα ταξιδεύουν ως την άκρη του κόσμου, αεροπλάνα, παιχνίδια για τα παιδάκια, πολυθρόνες για τους γέρους. Θα γίνουμε σταχανοφικοί. Γιατί να μη γίνουμε; Όλα δικά μας θάναι». Κι’ όταν ο Ηλίας σκοτώνεται το σούρουπο στη μάχη, ο φίλος του τού σκουπίζει το πρόσωπο απ’ τα χώματα και τα αίματα, του σιάχνει τα μαλλιά και τα ρούχα κι’ αφήνει τον πόνο του να ξεχειλίσει με το ίδιο όραμα [μπαίνει μουσική]:
       «Αγαπημένε μου Λιάκο! Δεν θα πάμε στον Πειραιά, ούτε στης Κεφαλωνιάς τα όμορφα χωριουδάκια, γιατί συ θα μείνεις σε τούτη την κορφή για πάντα, φρουρά της τιμής, της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας της πατρίδας μας. Δε θα γίνεις σταχανοφικός. Έγινες πια σύμβολο παλικαριάς κι ηρωισμού. Κάθε καλοκαίρι τέτιον καιρό θάρχουμαι αν θα ζήσω, σε τούτη την κορφή και θα σου μολογάω για την πατρίδα μας: «Γέμισε ο τόπος από καμινάδες. Τα καράβια μας, αντάμα με τ’ άλλα τα καράβια, σκίζουν περήφανα τη θάλασσα του κόσμου. Τα τραχτέρ οργώνουν τον κόρφο της γης και τα σιδερένια πουλιά το γαλάζιο ουρανό. Το αίμα μας έγινε πλούτος του χεριού και του μυαλού. Έγινε φως και γέλιο, χαρά κι αγάπη. Το θάμα που ονειροπολήσαμε , έγινε πραγματικότητα: Όλα είναι δικά μας.

         Αδερφέ μου Λιάκο, κοιμήσου ήσυχα κι εμείς θα εκδικηθούμε».[Τέλος μουσικής]

         Ξημερώνει η 20 Αυγούστου. Ο λοχαγός Αντώνης Πάντος, ο κύριος ήρωας  στο έργο του Μπόση, φωνάζει ένα διμοιρίτη του:
         ―«Χρήστο! Βλέπεις κείνο το διάσελο με δυο υψωματάκια δεξιά–αριστερά; Από κει θα φροντίσει ο εχτρός να περάσει και να μάς χτυπήσει απ’ τις πλάτες. Το πέρασμα πρέπει να κλείσει. Έστω κι’ ένας να μείνει, ο εχτρός δεν πρέπει να περάσει. Εφεδρείες δεν έχουμε. Μην περιμένετε. Μεταχειριστείτε τέχνη και πονηριά. Πρέπει να βαστάξετε ως το σούρουπο. Ύστερα να συμπτυχθείτε. Τι λες;

       ―Τίποτα σ. Αντώνη, θα εχτελέσω τη διαταγή.

    Κοιτάχθηκαν στα μάτια κι η ματιά έλεγε: Γεια – χαρά. Ίσως για πάντα. Σφίξανε τα χέρια δυνατά, αδερφικά, και χωρίσανε.

    ... Φτάνει το μεσημέρι. Μάχη συνέχεια που όλο κι ανεβαίνει. Ο εχτρός αλλάζει τα τμήματά του και τα ρίχνει στη μάχη κύματα – κύματα. Εμείς ούτε ένα μαχητή δεν μπορούμε ν’ αλλάζουμε. Ούτε μια ανάσα να πάρουμε. Ζέστη και δίψα. Καπνοί και χώματα. Φωτιά και σίδερο. Απ’ τον ουρανό κι’ απ’ τη γη.

       Η Δήμητρα αποκρούει τρεις επιθέσεις. Στην Τρίτη τραυματίζεται κι αυτή.

      ―Φύγε, λέει στο σκοπευτή τον Αριστείδη.

      ―Κι εσύ;

      ―Εγώ θα μείνω εδώ. Φύγε , θα σε πιάσουν ζωντανό, και θα σε σφάξουν.

      ―Αν εσύ ξέρεις να πεθάνεις, εγώ τι νομίζεις δεν ξέρω;

      ―Φύγε. Στη μάχη χρειάζεται συντροφιά. Στο θάνατο δε χρειάζεται.

      ―Είναι ντροπή ν’ αφήσω μια συντρόφισσα λαβωμένη και να φύγω. Ύστερα ούτε διαταγή τέτια έχουμε...

     ... Συνέχεια, έπειτα απ’ το Σαράντη είναι ένας τραυματίας, μετά ένας σκοτωμένος και πιο κει ένας γερός. Ο τραυματίας δεν μπορεί να μετακινηθεί. Παίρνει σφαίρες απ’ τις τσέπες του σκοτωμένου και πολεμάει.

        Πιο πέρα άλλος τραυματίας κάνει τον παρατηρητή. «Να από κει έρχονται. Απ’ τη Χαραδρίτσα. Στο σταυρό! Ωχ χεράκι μου, τρέχει το αίμα. Ρίχνε! Αχ! Μπράβο! Τον έφαγες... Στον άλλο τώρα...». Στην άλλη άκρη ο Γιαννιός, βλέπει το διπλανό του κίτρινο και τα μάτια ανοιχτά, ακίνητα. «Πάει, ψιθύρισε, πέθανε». Του ρίχνει στο πρόσωπο ένα χιτώνιο. Σε λίγο άναψε η μάχη. Ακούει δίπλα του τουφεκιές και φωνές: «Βαράτε τα σκυλιά. Μισθοφόροι, καθάρματα» . Ξαφνιάστηκε. Κοιτάζει: ο πεθαμένος συνήρθε. Τουφεκάει, φωνάζει και βογγάει...».

       Οι τελευταίες σελίδες του έργου του Μπόση που περιγράφουν το τέλος της μεγάλης μάχης του Γράμμου, είναι συγκλονιστικές, γεμάτες από ανθρώπινο μεγαλείο και επαναστατική έξαρση. Στην ψηλότερη κορφή μιλούν δυο παλικάρια: Ο λογαχός Αντώνης Πάντος κι’ ο διμοιρίτης ο Πίδας. Ο Αντώνης είναι βαρειά τραυματισμένος, ετοιμοθάνατος. Η νύχτα πέφτει απαλά κι ο Δημοκρατικός Στρατός κάνει τον ελιγμό στο Βίτσι.
     Μέσα στις φωτοβολίδες και τα χάχανα του εχθρού που πατάει την κορφή του Γράμμου μας, ο ετοιμοθάνατος κομμουνιστής λοχαγός, δε  θυσιάζει για τον εαυτό του ούτε μια απ’ τις μετρημένες στιγμές της ζωής του. Δε βογγάει, δεν αναστενάζει. δεν έχει για τέτια  καιρό. Πρέπει να φροντίσει για τον αγώνα, να κάνει το καθήκον του στο κόμμα μέχρι την τελευταία του πνοή.

      ―«Πίδα ! Άμα ανταμώσεις τα παιδιά, να τα χαιρετήσεις. Να σφίξεις σ’ όλους το χέρι , έναν–έναν. Και να τους πεις: Σας χαιρετάει ο Πάντος.

      Έγινε μια πικρή σιωπή. Και ξανά, πιο αδύνατα τώρα:

       ―Πόσοι μείναμε;

       ―Εμείς οι δυό.

       ―Λοιπόν, Πίδα! Να πεις στο διοικητή ότι σου κάνω πρόταση προαγωγής επί ανδραγαθεία. Ο αξιωματικός που δεν εκτελεί τη διαταγή του διοικητή του και μάλιστα διαταγή που δόθηκε σε τέτοιες συνθήκες, χάνει τη στρατιωτική του τιμή. Το λέω αυτό γιατί μια κι είναι για τον εαυτό σου συ δε θα το πεις.

       Τα μάτια του Πίδα γέμισαν δάκρυα. Έγινε μικρή σιωπή και σε λίγο:

       ―Πίδα, Να πας στον επίτροπο, να μην ξεχάσεις τις προτάσεις για τα καινούργια κομματικά μέλη. Άκουσες;...

    ... Ο Πίδας με σπαραγμό για το διοικητή που πέθνησκε, για το Γράμμο που πατήθηκε, έσκυψε και ψιθύρισε:

      ―Αντώνη, ανέβηκαν στο Γράμμο.

      ―Ας ανέβηκαν Πίδα. Εμείς θα νικήσουμε». [Αρχή μουσικής]

     Αυτή η πίστη προς τη Νίκη του λαού είναι η ραχοκοκκαλιά που στηρίζεται το βιβλίο του Μπόση και ξεπηδάει από κάθε σελίδα του:
      «Το καράβι μας, αρμενίζει στο φουρτουνιασμένο πέλαγο τ’ αγώνα. Το συγκλονίζουν πλουτώνιοι θυμοί, το δέρνουν του Δία οι κεραυνοί. Σφυρίζει ο αγέρας στα κατάρτια, τρίζουν οι αρμοί, αγκομαχάει η μηχανή. Πολεμάνε οι ναύτες με την καταιγίδα και τραγουδάνε. Και μέσα στη θύελλα και το τραγούδι, ακούγεται και κανένας λυγμός από κείνον που φοβάται τη φουρτούνα. Αρπάζουν τα κύματα κανένα ναύτη, και κάπου – κάπου πνίγεται και κανένας ζαλισμένος απ’ της θαλασσοταραχής τον ίλιγγο.

     Μα το καράβι τραβάει το δρόμο του. Σκίζει περήφανα  τη μανιασμένη θάλασσα. Κι’ έχει πλώρη για της νίκης το λιμάνι.» [Τέλος μουσικής – τέλος εκπομπής]

Με αυτήν την προσφώνηση έκλεινε η τελευταία βραδυνή εκπομπή του ΡΣ Ελεύθερη Ελλάδα:

«Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός της Ελεύθερης Ελλάδας. Ακούσατε τη [αριθμός] σημερινή μας εκπομπή. Θα μας ξανακούσετε αύριο το πρωί στις 7.00 σε μήκη βραχέων 43,1 μέτρα και 48,90 μέτρα».


Ευχαριστούμε πολύ το Επιμορφωτικό Κέντρο, Βιβλιοθήκη – Αρχείο «Χαρίλαος Φλωράκης» για την παραχώρηση του ντοκουμέντου.

Ευχαριστούμε πολύ τη φίλη (δεν θέλει να αναφέρουμε το όνομά της) του ιστολογίου για την πολύτιμη βοήθεια που προσφέρει στη μεταφορά των αρχείων στο πληκτρολόγιο.

Τρίτη 30 Ιούλη 2013

2 σχόλια:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Αναδημοσιεύουμε στη στήλη "Έμφαση" του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης".

Οικοδόμος είπε...

Ευχαριστούμε φίλε Ευρυτάνα Ιχνηλάτη.
Καλή δύναμη!