Με τους καινούργιους αφέντες. |
…Αρχές
Νοέμβρη του σαράντα ένα, αρχίζει η ζωή μας στον Κεντρικό Θάλαμο, ένα παλιό
σαραβαλιασμένο σχολείο.
Γύρω
στους πενήντα συντρόφους μας, δεν μας ακολούθησαν καν. Όμως οι περισσότεροι
μείναμε, παίρνοντας απόφαση να εφαρμόσουμε αιματηρές οικονομίες και να κάνουμε
γνωστή προς τα έξω την καινούργια κατάσταση. Κόψαμε το βραδινό ψωμί, και το
μεσημεριανό το φέραμε, στα πενήντα δράμια του καθενός. Στη συνέχεια, μια μέρα
ψωμί και μια όχι. Αργότερα, δυο μέρες όχι και μια ναι, όσο δεν μας έμεινε άλλο.
Άρχισαν οι ζαλάδες, άρχισαν να πέφτουν στο κρεβάτι οι πρώτοι. Άρχισε η
μουρμούρα και η «κριτική» των λαθών. Είχε πέσει το Κίεβο, κύκλωσαν το
Λένινγκραντ, φτάσανε στη Μόσχα. Όχι, όχι λέγαμε, δε θα πέσει η Μόσχα. Δε θέλει
να το πιστέψει κανένας. Και η Διοίκηση, με την συμπαράσταση της Γκεστάπο, σαν
έμπειροι παίχτες, να κρατάνε το παιχνίδι στα χέρια τους.
Μισοπεθαμένοι
κινήσαμε για τους μπαχτσέδες. Γεμίσαμε σακιά με κουνουπίδια και κραμπολάχανα.
Βγάλαμε σπανάκι, μιας σπιθαμής, τα κρεμμύδια, τα πράσα.
Την
τρίτη μέρα κινήσαμε να βγάλουμε τις πατάτες κι ας ήταν μικρές. Θα σφάζαμε και
τις τρεις γουρούνες και τα οχτώ γουρουνάκια, να τα κάνουμε καβουρμά και με
οικονομία πολύ, ελπίζαμε να επιβιώσουμε ως την άνοιξη.
Και
τότε έγινε «Θαύμα»! Μας ήρθε, σταλμένος από τον Βουδικλάρη*, όπως μάθαμε αργότερα, ο πάτερ Αμφιλόχιος. Μπήκε στο Θάλαμο ντυμένος
με τ' άμφια, με έναν μεγάλο σταυρό στο λαιμό του. Μας χαιρέτισε με «ευλάβεια»
και μας «συλλυπήθηκε» για το «μεγάλο κακό» που μας βρήκε.
«Ματώνει
η καρδιά μου», μας είπε. «Ετούτο το άδικο δεν το θέλει ούτε ο Θεός κι ας είστε
και μπολσεβίκοι. Θα σας βοηθήσω όσο γίνεται κι ας κρίνει τις πράξεις μου ο
Πανάγαθος. Μη χαραμίσετε τις πατάτες, μη σφάξετε τα γουρούνια, αφήστε να μεyαλώσουν τα γουρουνάκια. Θα σας τα φυλάξω εγώ. Να τα
πάρετε σε μια δύσκολη ώρα». «Μόνο θα μου υπογράψετε», συνέχισε, «ένα χαρτί, ότι
μου τα πουλήσατε προτού παρθούνε τα μέτρα. Να μη βρω και κανένα μπελά για το
καλό που σας κάνω».
"Το μετόχι του καλόγερου" |
Κι
όπως μιλούσε, έτσι μελιστάλαχτα, πλημμύρισαν οι καρδιές μας ευγνωμοσύνη για τον
«άγιο άνθρωπο». Να που δεν έλειψε, είπαμε, η ανθρωπιά απ' τον κόσμο τους. Και
υπογράψαμε το χαρτί!
Άγριος
μπήκε ο πρώτος χειμώνας της κατοχής. Γυμνές οι πλαγιές από πράσινο, με το χιόνι
να σκεπάζει και το λιγοστό που είχε φυτρώσει. Δυο φορές την εβδομάδα πάμε για
χόρτα κι όλο και λιγοστεύουμε. Παπούτσια οι περισσότεροί μας δεν είχαμε. Κόβαμε
κομμάτια προβιές και τις δέναμε σαν τσαρούχια. Σκίζονταν ως το βράδυ, και το
νερό, χωρίς δυσκολία τις διαπερνούσε και μας πάγωνε τα ποδάρια. Ντυμένοι όσα
μπορούσε ο καθένας κινούσαμε το πρωί. Και οι ανήμποροι, μας καλοτύχιζαν που θα
βλέπαμε λίγο φως, που θα μας χτυπούσε λίγο ο αέρας και μαζεύοντας χόρτα, κάτι θα
βάζαμε στην κοιλιά μας. Τις πρώτες μέρες, τα βγάζαμε, τα τινάζαμε λίγο και τα
τρώγαμε έτσι, άβραστα, κι ύστερα πια γεμίζαμε το σακί.
Μαζί
μας έρχονται μερικοί για τελευταία φορά. Σε λίγες μέρες θα έχουν πεθάνει. Στο
γυρισμό κάποιοι κατάκοιτοι σε κοιτάνε με λαχτάρα στα μάτια, μήπως τους έφερες
κανένα χορταράκι στην τσέπη. Αν όχι, τότε έβλεπες ένα παράπονο όλο πίκρα να
χαράζει το σκελετωμένο τους πρόσωπο και να γέρνουν σαν μαραμένοι.
Τη
μια μέρα βγαίναμε για χόρτα, την άλλη τα καθαρίζαμε. Όσοι κουνούσαν τα χέρια
τους, βοηθούσαν κι αυτοί. Οι πιο γεροί τους ανασηκώνανε στο κρεβάτι στηρίζοντάς
τους στον τοίχο. Κι άκουγες τον υπεύθυνο: «Σύντροφοι μην τα τρώτε, δε φτάνουν
για το συσσίτιο». Και μόλις γύριζε αλλού το κεφάλι, έβλεπες κάποια χέρια να κρυφαρπάζουν
το χορταράκι και να το βάζουν στο στόμα.
Στείλαμε
τους ανθρώπους μας στον καλόγερο, να πάρουμε τις πατάτες μας, να σφάξουμε και
κανένα γουρούνι. Επιτέλους, λέγαμε, χάρις στον «άγιο άνθρωπο», θα τρώγαμε, έστω
και λίγο, μαγειρευτό φαγητό και με οικονομία πολύ θα πορευόμαστε ως την άνοιξη.
«ΜΕΡΕΣ
ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ»
Η
απάντηση του καλόγερου έπεσε, λες κι ήταν αστροπελέκι, στο θάλαμο: «Μα τι μου
λέτε; Τις πατάτες, τα γαϊδούρια και τα γουρούνια τ' αγόρασα, να κι η απόδειξη.
Και μη μ' ενοχλείτε, να μη φωνάξω τον αστυνόμο». Χάθηκε και η τελευταία ελπίδα
μας κι εμείς, εκατόν τριάντα άνθρωποι, μια γραμμή από σκελετούς, βαδίζαμε προς
το θάνατο.
Για
το χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας βράσαμε δυο οκάδες κριθάλευρο, από το ελάχιστο
που είχε απομείνει.
Την
παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο Αμφιλόχιος, ο Βουδικλάρης και η παρέα τους,
γλεντούσαν έξω από το θάλαμο, ξεκοκαλίζοντας τα γουρουνόπουλά μας. Έτρωγαν και
πίνανε ζητωκραυγάζοντας τους Γερμανούς και το Χίτλερ.
Ο
Βουδικλάρης χορεύοντας, έριχνε και καμιά πιστολιά κι έστελνε να μας «προσκαλέσουν»
για το τσιμπούσι: «Ει, διαόλου ζουρζουβίκοι!», φώναζαν οι μπράβοι του,
Τσάρλεστος και Ποθητός, βρίζοντας και βροντώντας την πόρτα του θαλάμου: «Θέτε γουρουνόπουλο,
θέτε γιουβέτσι; Μια τόση δα υπογραφίτσα να βάλετε μπουνταλάδες και σώνεστε...».”
* (Σημείωση ιστολογίου): Ο μοίραρχος Χωροφυλακής Βουδικλάρης ανέλαβε
διοικητής της ελληνικής φρουράς στον Αη Στράτη, λίγο πριν φτάσουν οι Γερμανοί
κατακτητές στο νησί.
Στο βιβλίο υπάρχουν και άλλες σημαντικές αναφορές για την ίδια περίοδο στον Αη Στράτη, όπως η απόδραση των εξόριστων που επέζησαν από την πείνα, τον Ιούνη του 1943, καθώς και βιογραφικά στοιχεία, φωτογραφίες και μαρτυρίες εξόριστων και άλλων αγωνιστών που συγκέντρωσε ο Γιώργος Φαρσακίδης.
(Η
φωτογραφία-λεζάντα της ανάρτησης και τα χαρακτικά του Γ. Φαρσακίδη είναι από το
βιβλίο.)
Ο
ζωγράφος - χαράκτης και συγγραφέας Γιώργος Φαρσακίδης γεννήθηκε το 1926 στην
Οδησσό της Σοβιετικής Ενωσης. Το 1934 φτάνει με την οικογένειά του στην Θεσσαλονίκη.
Το καλοκαίρι του 1944 εντάσσεται στον ΕΛΑΣ Χαλκιδικής. ΑνταρτοΕΠΟΝίτης,
δεκαοχτώ χρόνων, τραυματίζεται δύο φορές σε μάχες με Γερμανούς και Βούλγαρους. Σε
μια μάχη κοντά στο Σπήλαιο Πετραλώνων, στο χωριό Κρήνη, θα τραυματιστεί βαριά
και θα μείνει ανάπηρος στα δυο του χέρια, χωρίς όμως το γεγονός αυτό να τον
κάνει να σταματήσει την εικαστική του ενασχόληση. Δεκαεξήμισι συνολικά χρόνια από τη ζωή του
έμεινε έγκλειστος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, και τόπους εξορίας (Μακρόνησος,
Αη Στράτης, Γυάρος, Λέρος).
Πιστεύοντας
βαθιά ότι η δημιουργία πρέπει να αποβλέπει στο καλό του ανθρώπου, από νεαρή
ηλικία στρατεύει την τέχνη του στην υπηρεσία του ιδεολογικού του πιστεύω για
έναν καλύτερο κόσμο. Αυτοδίδακτος, στους τόπους της κράτησής του, ζωγραφίζει
θέματα με περιεχόμενο από τη ζωή των συγκρατούμενων συναγωνιστών του, τα
βασανιστήρια και τους βασανιστές του (βλέποντας πάντα αυτές τις καταγραφές του
περισσότερο σαν μαρτυρίες, που πρέπει να φτάσουν στους «έξω») και αργότερα από
τους αγώνες του ελληνικού λαού.
Μετά
την πτώση της χούντας, ο Γιώργος Φαρσακίδης δημοσιεύει εργασίες του σ'
εφημερίδες, εκθέτει και κυκλοφορεί τα έργα του. Μέχρι τώρα έχει εκδώσει πολλά βιβλία
και λευκώματα και αρκετά ακόμη είναι υπό έκδοση. Τιμήθηκε για την αγωνιστική
και καλλιτεχνική του δραστηριότητα με το Ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής
Επιτροπής Ειρήνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου