- Τι γράφεις Κυριάκο; ρώτηξε ο Αντώνης.
Ηταν Σεπτέμβρης 1948. Με διώξανε απ' το καράβι κι είχα ένα μήνα άνεργος. Οπου πήγα δε με δέχτηκαν. Το γιατί το ξέρετε. Μια μέρα τόσο μαύρισε το μάτι μου που τράβηξα στο σπίτι του καπετάνιου που με είχε διώξει (ήταν ο ιδιοχτήτης του καραβιού). Αυτά γινόντανε στη Μασαλία. Οταν με είδε τάχασε. "Ακούστε κύριε Τάκη, του είπα. Δέκα χρόνια είμαι ναυτεργάτης. Οι αγέρηδες, οι φουρτούνες, η αρμύρα της θάλασσας και η φωτιά των καζανιών λιώσανε το κορμί μου. Το αίμα μου στράγγισε χρυσάφι στις τσέπες σας. Στον πόλεμο όργωσα όλους τους ωκεανούς. Και θησαυρίσατε. Και τώρα με πετάτε στο δρόμο. Να πεθάνω. Το σκεφτήκατε ποτέ τι κάνατε;".
Το χέρι του και τα χείλη του έτρεμαν. Τραύλισε η γλώσσα.
- Κύριε Κυριάκο (έγινα και κύριος) δε φταίω γω. Να!
Μ' αράδιασε κάμποσα χαρτιά. Απ' όλα τα λιμάνια και τις ασφάλειες του κόσμου. Μούδειξε κι ένα κατάλογο ονομάτων. Ηταν οι ανεπιθύμητοι.
- Και τι λένε αυτά; τον ρώτηξα.
- Οτι είσαι αναρχικός. Κομμουνιστής. Οργανώνεις απεργίες. Δε φταίω γω. Το κράτος με διέταξε να μη σε δεχτώ.
- Ωστε έτσι; Για κοίτα μήπως κι η γκεστάπο γράφει κανένα χαρτάκι; του είπα.
- Ενα χαρτάκι; Ενα μονάχα; Χαρτιά να δουν τα μάτια σου.
Είχα πάει μ' άγριες διαθέσεις. Τώρα έβλεπα ένα κουρέλι μπροστά μου. Οταν χτυπάς τέτοιο εχτρό δεν πρέπει να λυπάσαι. Το χέρι πρέπει νάναι σταθερό. Και το σπαθί να μπήγεται ίσια στην καρδιά ως τη λαβή. Ομως εγώ τον σιχάθηκα.
- Καλά κύριε Τάκη. Οπως βλέπω, όλοι οι ληστές του κόσμου και οι χαφιέδες κάναν ενιαίο μέτωπο ενάντια στον Κυριάκο. Δηλαδή ενάντια στους ξυπνημένους ναυτεργάτες.
Ηταν τόση η ταραχή του που χωρίς να σκεφτεί απάντησε.
- Ετσι είναι.
Μούρθανε κάτι γέλια. Και την ίδια στιγμή μια φωτεινή σκέψη.
- Καλά. Δεν πειράζει, του είπα, δε θέλω να με ξαναπάρεις. Τώρα θυμήθηκα ένα καράβι. Εκεί θα με δεχτούν. Και με χαρά μάλιστα.
- Να πας! Να πας! εγώ δεν έχω καμιά αντίρρηση, έλεγε και ξανάλεγε. Και τα σάλια του έτρεχαν γιατί γλίτωσε φτηνά. Να πας και να μου γράψεις. Θα περιμένω.
Και τώρα του γράφω:
"Ναυλώθηκα σ' ένα καράβι κ. Τάκη. Το κατάρτι του φτάνει στα 2522 μ. Οταν δουλεύουν οι μηχανές του τραντάζεται η γης ως τις ρίζες της. Δε φοβάται μπόρες. Κι είναι τόσο στέρεο που έκανε θρύψαλα πέρσι ένα τεράστιο παγόβουνο που έπεσε πάνω του. Εχει καπετάνιο και ναύτες παλικάρια. Γεννήθηκαν και άντρωσαν μέσα σε θύελες και κατατρεγμούς. Μέσα στο καμίνι της μάχης. Κλείνει μέσα του φοβερό αστροπελέκι, τον πόνο, την καταφρόνια, τις ταπεινώσεις, την οργή ζωντανών και πεθαμένων. Κλείνει μέσα του τους πόθους, τα όνειρα, την ελπίδα, τη χαρά, την ευτυχία, τη λευτεριά ενός γίγαντα λαού. Ξεκινήσαμε απ' τη βάση μας. Βόιο-Γράμμο-Σμόλικα την 1η Απρίλη 1949. Εχουμε αέρα μαΐστρο-τραμουντάνα. Βάλαμε πλώρη για την Αθήνα. Το καράβι το λένε "Γράμμος".
Να περιμένεις".
[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του ΔΣΕ «ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ» (αριθμός φύλλου 50, 2η σελίδα , 6 Απρίλη 1949) και περιλήφθηκε στη συλλογή «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1952).]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου