Πιδίκλωσε δυο προβατίνες -μια άσπρη και μια
λάγια- και τις έκλεισε στη στρούγκα. Ανέβηκε στο κοντινό τσογκάνι, έριξε πέτρες
δεξιά-ζερβιά, σφύριξε 2-3 φορές και μάζεψε τα προβατάκια του σωρό. Τα μέτρησε
και μουρμούρισε: «Τριάντα δυό. Δεν λείπει κανένα». Έπειτα εκείνα μπροστά,
λαλώντας δυο κουδουνάκια κι ένα κυπρί, κι αυτοί πίσω, κουβεντιάζοντας και
σαλαγώντας, έφτασαν στο σταυρό.
-
Καλά διάφορα! ευχήθηκε ο γέρος κι ακούμπησε το στήθος του στην αγκλίτσα του.
-
Ευχαριστώ, μπάρμπα-Αντρία, απάντησε ο χασάπης, μπαίνοντας στο δάσος.