Σήμερα, έχουμε τη χαρά να παρουσιάσουμε μια εργασία που
γράφτηκε ειδικά για το ιστολόγιό μας. Μια παρουσίαση-κριτική του βιβλίου του
Κώστα Μπόση «Ο ΚΡΑΒΑΡΙΤΗΣ», που έγραψε η φίλη μας Sofia, από το ιστολόγιο ofisofi. Από τα στοιχεία που έχουμε
μέχρι τώρα στη διάθεσή μας, δεν υπάρχει δημοσιευμένη άλλη κριτική παρουσίαση
για το συγκεκριμένο βιβλίο, ανάλογου μεγέθους και αξίας, άρα η σπουδαιότητά
της την κάνει μοναδική. Αυτό το άρθρο έρχεται σαν ένα πολύτιμο δώρο για
τον ένα χρόνο λειτουργίας του ιστολογίου μας, που συμπληρώθηκε πριν λίγες
μέρες. Sofia ευχαριστούμε. (Οι πίνακες που κοσμούν την ανάρτηση είναι του μεγάλου ζωγράφου μας Βάλια Σεμερτζίδη).
"Στα χρόνια του μεσοπολέμου, λίγο πριν τον δεύτερο πόλεμο, ένα
παιδί, ο Θανάσης, κατεβαίνει από το χωριό του, το Κακοχώρι, στη μικρή επαρχιακή
πόλη για να πάει στο σχολείο, να
μάθει γράμματα, να αποκατασταθεί και να αποκαταστήσει τις αδελφές του και την
οικογένεια του.
Οι συνθήκες που αντιμετωπίζει στην πόλη, στο σχολείο και στο μικρό δωμάτιο που ζει
είναι πολύ δύσκολες. Φτώχεια, στερήσεις, πείνα, προσβολές, τιμωρίες.
«Ο Θανάσης κρατώντας τα βιβλία παραμάσχαλα, βγήκε απ’ το σπίτι
νωρίς και τράβηξε μέσα από τα παλιαντζίδικα της γειτονιάς, μόλο που στράτα δεν
τον έφερνε από κει. Μόλις έστριψε στη γωνιά, τον χτύπησε η μυρωδιά ζεστού
ψωμιού. Πήρε βαθιά ανάσα, κατάπιε δυο-τρεις φορές το σάλιο, π’ ανέβαινε απ’
το λαρύγγι στο στόμα, σφούγγισε με τον
αγκώνα και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τη ματιά, που άχνιζαν στιβαγμένα το ένα
πάνω στο άλλο στην κρεβάτα. Να άρπαζε ένα, να το έσκιζε στη μέση, να έφτιαχνε
δυο, μόνο δυο μεγάλες μπουκιές κι ώσπου να βάλει κι ώσπου να βγάλει ο φούρναρης
τη φκιάρα....»
Αναγκάζεται να πάρει το δρόμο της επιστροφής.
«Έβαλε το χαρτάκι με τις ελιές στην τσέπη, το ψωμί παραμάσκαλα
και ξεκίνησε. Στο φόρο έβγαλε τα παπούτσια, τα έδεσε με τα κορδόνια, τα έριξε
στην πλάτη, το ένα μπρος, τ’ άλλο πίσω, έχωσε τις κάλτσες στην τσέπη, έριξε μια
ματιά εχθρική κατά την πόλη και πήρε δρόμο για το χωριό.»
Περπατώντας φτάνει στο χωριό του όπου δεν είναι καλοδεχούμενος
από τον πατέρα του, που βλέπει τα όνειρα του για καλύτερες μέρες να γκρεμίζονται.
«Η οικογένεια του Κωνσταντή του Κραβαρίτη κήδεψε κείνο το βράδυ
τα όνειρά της. Ο γέρος καρτερούσε να γίνει ο γιος του δάσκαλος. Θα διοριζόταν
στο ίδιο το χωριό, θα έπαιρνε και το γραμματιλίκι της κοινότητας και του
συνεταιρισμού και θα είχε τρεις μιστούς, εχτός από τα τυχερά και εχτός από τα
δώρα των παιδιών. Θα πλήρωναν τα χρεή, θα αγόραζαν το γειτονικό
χωράφι...θα...Κι οι αδελφές τις ίδιες, πάνω κάτω, ελπίδες είχαν. Και τώρα;»
Οι σχέσεις γιου και πατέρα δεν είναι καλές. Φήμες και
συκοφαντικοί χαρακτηρισμοί για τη δράση του παιδιού στο σχολείο επιδεινώνουν
την κατάσταση.
«-Μου λέρωσε το κεφάλι τώρα στα γεράματα, ο Γιούδας! Τρεις
νύχτες δεν με κόλλησε ύπνος. Ψες σηκώθηκα και πήγα στο δάσκαλο. « Τους
πληρώνουν απ’ άλλο βασίλειο, μού είπε, απ’ τη Ρωσία για να χαλάσουν την
οικογένεια, να κάψουν τις εκκλησιές...»
Ο πρόεδρος, ο δάσκαλος, ο παπάς τον αντιμάχονται. Κάθε του
κίνηση καταγράφεται, κάθε του λόγος σημειώνεται. Συλλαμβάνεται και οδηγείται
στη φυλακή. Αρνείται να υπογράψει δήλωση και εξορίζεται.
Μετά την κήρυξη του πολέμου και την επικράτηση των κατακτητών,
επιστρέφει στο χωριό και προσπαθεί να οργανώσει την αντίσταση. Ο Θανάσης
επανεμφανίζεται στο χωριό του αντάρτης
του ΕΛΑΣ .
«Ο στρατοκόπος ...έφτασε στο ύψωμα, ακούμπησε το χέρι στον
κορμό του δέντρου και στάθηκε αγναντεύοντας . Στη ρεματιά το χωριό. Στο κέντρο
η εκκλησιά, το σχολειό και κάμποσα σπίτια μαζεμένα...Στον πέρα μαχαλά ασπρίζει
το σπιτάκι, χωμένο μες στα δέντρα, πίσω απ’ το μεγάλο ύψωμα τα χωράφια, και
κατά το νοτιά, μακριά στον ορίζοντα, η πολιτειούλα...το γυμνάσιο, το μαγέρικο
του Μήτσου του Σπανού...Η περασμένη ζωή γεμίζει ως απάνω –πάνω τη σκέψη κι η
μορφή του πότε γίνεται γελαστή και παιχνιδιάρα, πότε σκυθρωπή και πικραμένη...ο
νέος που είχε ξεχαστεί , ταξιδεύοντας στις αναμνήσεις του, συνήρθε. Άφησε την
κάπα καταγής , στη ρίζα του δέντρου, και πλάκωσε το δίκωχο με μια πέτρα, για να μην το πάρει ο αέρας .
Περπατώντας προσεκτικά, σχεδόν μπουσουλώντας, ζύγωσε τη διπλανή
πεζούλα....ξάπλωσε με την κοιλιά και συρτά συρτά σα φίδι μπήκε στη σπηλιά τ’
Ανδρούτσου....βγήκε κρατώντας στο χέρι ένα αυτόματο...Έριξε την κάπα στις
πλάτες, πήρε το δίκωχο στο χέρι, καμάρωσε ένα-δυο λεφτά το πεύκο, το γύρω
τοπίο, τη δύση μακριά, και, ξεκινώντας, μουρμούρισε: « Καλή αρχή!»
Μέσα από τη δράση τη δική του και των συνεργατών του το χωριό μεταμορφώνεται και οι άνθρωποι αλλάζουν με πιο
αντιπροσωπευτική φιγούρα εκείνη του πατέρα Κραβαρίτη.
«Ο γερο-Κραβαρίτης... λιγόλογος,
υπομονητικός, κάποτε μονοκόμματος, εργατικότατος, πάντα τίμιος και
απροσκύνητος... Από πού ξεκίνησε; Και πού έφτασε;! Ήθελε να τον κάνει αποπαίδι,
γιατί ήταν «αντίθεος», όπως του έλεγαν οι « φαύλοι». Μα σαν είδε την αλήθεια,
τράβηξε μπροστά χωρίς φόβο, χωρίς συμβιβασμό κι έφυγε σκεπασμένος με την
κόκκινη σημαία...»
Οι γυναίκες επίσης αλλάζουν
ζωή, τα παιδιά βοηθούν στον αγώνα.
«Απ’ το Κακοχώρι πέρασε
ο μάγος, ένας μάγος φτωχός, σχεδόν ξυπόλυτος και νηστικός, χωρίς άσπρα γένια,
χωρίς δώρα στο σακί του, άγγιξε το χωριό
με το ραβδί του και το άλλαξε και γι’ αυτό οι Κακοχωρίτες το είπαν Καλοχώρι»
Σε μια μάχη όμως τραυματίζεται και ...
Δυο εποχές διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου. Ο Μεσοπόλεμος
και η δικτατορία του Μεταξά από τη μια, η Κατοχή και η Αντίσταση όπως αυτή
οργανώθηκε από το ΚΚΕ με την ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Δυο κόσμοι αναδύονται συγχρόνως και συγκρούονται μεταξύ
τους. Οι φτωχοί, οι μεροκαματιάρηδες, οι
άνθρωποι του μόχθου, οι ξωμάχοι, οι δουλευτάδες της γης και οι άνθρωποι της εξουσίας, ο πρόεδρος του
χωριού, ο παπάς, ο δάσκαλος, οι απατεώνες, οι κερδοσκόποι, οι εκμεταλλευτές. Η
μιζέρια, η μοιρολατρεία, ο φόβος, η υποταγή, οι προκαταλήψεις δένουν τη ζωή των
φτωχών και δεν τους αφήνουν να σκεφθούν. Έτσι η
καθημερινή εκμετάλλευση, η αδικία, η κατάχρηση της εξουσίας, τα «εθνικά»
ιδεώδη, η θρησκοληψία στέκονται από πάνω τους και τους πατούν όσο πιο δυνατά
μπορούν. Δίπλα στο Θανάση και γύρω από αυτόν ζουν και κινούνται διάφοροι άλλοι
άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Αλλά
και οι δικοί του άνθρωποι, ο πατέρας, η μάνα, οι αδελφές του. Όλοι αυτοί είναι
«σκλάβοι στα δεσμά τους». Δέσμιοι μιας
άδικης κοινωνίας που οι ίδιοι διαιωνίζουν γιατί έμαθαν να τη θεωρούν
φυσιολογική.
«Εδώ και κάμποσα χρόνια η ζωή του χωριού, σκληρή σαν τα πέτρινα
βουνά του τόπου , έδειχνε να μη σαλεύει καθόλου. Στο κέντρο του χωριού καμιά
τριανταριά σπίτια και τ’ άλλα σκόρπια
στους τέσσερις ανέμους. ...Το σπίτι , το χωράφι, το μαντρί, και τα ζωντανά όλος
ο κόσμος...Η φτώχεια ήταν πράμα θεϊκό. Έπρεπε να υποφέρει ο δούλος του θεού σε
τούτον τον «ψεύτικο» κόσμο, για να κερδίσει τον αιώνιο...Κι αν ξεχώριζαν δυο-τρεις,
ο Τσικνής, ο δάσκαλος και ο παπάς...Με τον ιδρώτα του προσώπου τους κέρδιζαν κι
αυτοί το ψωμί τους. ...ζούσαν « ήσυχοι», γιατί είχαν βρει την «απόλυτη»
αλήθεια: Έτσι ήταν ο κόσμος πάντοτε, έτσι είναι και σήμερα, έτσι θα είναι κι
αύριο. Έτσι τον έφτιαξε ο θεός»
Αυτοί οι δυο κόσμοι συγκρούονται, εξελίσσονται και
μεταμορφώνονται κάτω από τις νέες συνθήκες που δημιουργεί η Κατοχή και η
Αντίσταση. Μέσα σε αυτές τις νέες
συνθήκες ορθώνουν το ανάστημά τους οι
ήρωες του μυθιστορήματος, ανδρώνονται τα παιδιά, απελευθερώνονται οι γυναίκες,
συνειδητοποιούνται οι αδύναμοι και αντιστέκονται, αγωνιζόμενοι για την
ελευθερία τους, την αξιοπρέπειά τους και την περηφάνια τους. Αποκτούν όραμα,
διεκδικούν το γκρέμισμα της παλιάς κοινωνίας και τη δημιουργία μιας νέας.
Ονειρεύονται μια διαφορετική ζωή.
«Πριν λίγα χρόνια μια χούφτα ήταν οι «απάτριδες» κι αυτοί στις
φυλακές και στις εξορίες. Σήμερα αυξήθηκαν και πλήθυναν «ως η άμμος της θαλάσσης», έβγαλαν την
πατρίδα τους από τη σκλαβιά κι αμόλυσαν ρίζες και κλωνάρια σαν τις χιλιόχρονες
βελανιδιές. Ακόμα και τα αετόπουλα, όταν τα ρωτάς σε ποια οργάνωση ανήκουν, δεν
καταδέχονται τις άλλες και απαντούν: «στο ΚΚΕ». Ο πατέρας του, η μάνα του, οι
αδελφές του, οι χωριανοί του... Τούτοι οι «μισοτσάρουχοι», οι «ανεπρόκοποι, τα
γίδια» σήκωσαν το ανάστημά τους ορθό, περήφανο και κοιτάζουν μακριά, πέρα από
τον ορίζοντα... Αύριο ο ουρανός θα είναι γαλάζιος, όπως και χτες. Οι
φθινοπωριάτικες μέρες ήσυχες, απαλές. Η Ελλάδα θα λευτερωθεί... Θά’ ρθουν
χρόνια χωρίς φτώχεια, χωρίς πολέμους. Τα παιδάκια ξέγνοιαστα θα τρέχουν στους
δρόμους... Οι νέοι θα λένε το αιώνιο τραγούδι... Θα κυλάει η ζωή όλο και πιο
χαρούμενη...»
Απέναντι του οι διάφοροι τύποι ανθρώπων που συνεχίζουν να
αδικούν, να πλουτίζουν, να απομυζούν τον ιδρώτα του φτωχού.
«...οι άνθρωποι της « καινούριας τάξης» γλεντούσαν και η «καλή»
κοινωνία κοιμόνταν ήσυχη, γιατί, όσοι
χαλούσαν την οικογένεια, τραβούσαν για τις φυλακές και τα ξερονήσια»
Ανάλογα όμως με το
παρελθόν τους διαμορφώνονται και αυτοί. Κάποιοι γίνονται μαυραγορίτες, άλλοι
προδότες, καταδότες, συνεργάτες των κατακτητών. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που
παραμένουν ίδιοι και σιγολιώνουν όπως ο
καθηγητής Στασινόπουλος ή κατασπαρασσόμενοι από τις τύψεις και κυνηγημένοι από
τις Ερινύες για τις αδικίες που διέπραξαν
αλλάζουν δραματικά σαν τον
Γυμνασιάρχη Γρηγοριάδη.
«Ήταν κι αυτός μαυραγορίτης ... Αυτός εμπορεύτηκε τη διχτατορία
, τη θέση του Γυμνασιάρχη ... και πουλούσε στις νεαρές ψυχές το δικό του
εμπόρευμα. ...αυτός πουλούσε το άσπρο για μαύρο. ...Με λίγα λόγια δεν έχει
ψωμί, δεν έχει ρούχα, δεν έχει φίλους, δεν έχει πατρίδα, τώρα κατάλαβε, πως δεν
έχει και τιμή.»
Ο Θανάσης γεμάτος πάθος
για τον αγώνα, ιδεολόγος, σεμνός, δεν διστάζει να εκφράσει τη γνώμη του και να
έλθει σε σύγκρουση με τους ΕΔΕΣίτες και τον εκπρόσωπο των Άγγλων. Κριτήριο του
το δίκιο του αγώνα, η πραγμάτωση του οράματος της νέας κοινωνίας. Αυτό τον οδηγεί και σε σύγκρουση με την
τακτική του Κόμματος καθώς εκφράζει τη
διαφωνία του με ορισμένες θέσεις του σε σχέση με την πολιτική των Άγγλων και
των συνεργατών τους.
Ο Μπόσης πλάθει με ρεαλισμό τους χαρακτήρες και τους τόπους. Στο μικρόκοσμο του χωριού
και της μικρής πόλης αντικατοπτρίζεται η ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου, της
Κατοχής και της Αντίστασης.
Ξεχωρίζει η μορφή του Θανάση Κραβαρίτη, ένα απλό αγροτόπαιδο
που μεταμορφώνεται σε λαϊκό ήρωα. Ο χαρακτήρας του διαπλάθεται
μέσα από τις σκληρές συνθήκες στις οποίες ζει. Βιώνει την αδικία και την
εκμετάλλευση από παιδί. Τα λίγα χρόνια του σχολείου τον έμαθαν να σκέφτεται.
Δεν αποδέχεται τη μοίρα του, αντιστέκεται στη δουλική συμπεριφορά και σηκώνει
το ανάστημά του σε όποιον τον αδικεί , αγωνίζεται και συνεχίζει να ονειρεύεται
ακόμη και στο κελί της απομόνωσης.
«Σα μούχρωσε, στάθηκε κάτω απ’ το φεγγίτη και κάρφωσε τη ματιά
σε μια στενή γαλάζια λωρίδα, που φαίνεται πλάγια , ψηλά- μακριά. Κι αύριο θα
είναι γαλάζιος ο ουρανός. Ο κόσμος θα τραβάει το δρόμο του με τις χαρές και τις λύπες του, με τις αγάπες
και τις λαχτάρες του, με τα όνειρα και τα πάθη και θα χτίζει μια ζωή όλο και
πιο ευτυχισμένη... θα φύγει η φτώχεια, θα ομορφύνει ο τόπος, θα ομορφύνουν τα
ζωντανά, θα ομορφύνει ο άνθρωπος...και γι’ αυτή την ομορφιά...»
Οι σκέψεις του ταξιδεύουν στις αδελφές του, στον έρωτα της ζωής
του τη Ζωίτσα, στη μάνα του.
«Ο σκληρός αγώνας , ο καθημερινός αγώνας μεγάλωσε την καρδιά
της μάνας τόσο πολύ, που να χωράει τον πόνο και την αγάπη όλου του σπιτιού. Μα
τούτο δω δε το χωράει πια. Έφτασε ο πόνος στην απόγνωση. Αντάμωσε τις παλάμες,
σήκωσε τα χέρια σε στάση προσευχής και μουρμούρισε : Θανάση μου! πού πάς;... Παιδί
μου! Έλα ν’ αλλάξουμε...»
Οι αναμνήσεις, η αναπόληση, τα όνειρα , οι μορφές που
ζωντανεύουν, το παράπονο του Θανάση στο κελί είναι ίσως από τις πιο δυνατές
εικόνες του βιβλίου: « ένας σιγανός λυγμός...»
«Μάχη είναι, σύντροφοι και σε κάθε μάχη θα έχουμε και απώλειες»
Οι ήρωες ζουν στο παρόν
αλλά με συνεχείς αναδρομικές αφηγήσεις μπορούμε να μάθουμε την ιστορία
του καθένα, το παρελθόν του, τους δρόμους που ακολούθησαν στη ζωή τους. Τα
πρόσωπα κινούνται συνεχώς μέσα σ’ ένα περιβάλλον αγροτικό ή αστικό, το οποίο
προβάλλεται μέσα από λεπτεπίλεπτες περιγραφές.
Οι περιγραφές των τόπων, των τοπίων, των ανθρώπων, των
δραστηριοτήτων τους έχουν χρώματα, κίνηση, σχήματα, αρώματα, ήχους. Η επιμονή στη λεπτομέρεια, ο έντονος λυρισμός
και η ποιητικότητα των λέξεων χαρακτηρίζουν τις περιγραφές, οι οποίες δένουν με
τους ήρωες διότι τονίζουν, αντιθέτουν ή προβάλλουν την κατάστασή τους και τα
συναισθήματά τους.
«Η καταπληγωμένη όψη της γης, η μουντή και κρύα μέρα, που
σβήνει, το σήμερα, που φεύγει, αφήνοντας
μια οδυνηρή ανάμνηση , το αύριο, που έρχεται σκοτεινό, γεμίζουν την ψυχή
του Κραβαρίτη ανησυχία.
Πίσω από το διάσελο ακούγονται συνέχεια χουγιατά: ‘ Οοοο!!
Αααα! Κονίνω- απάνω!!! Μελίσω – ίσα! Το Σταυρό σας! Το Χριστό σας...Ερμες!’ Ο
Νίκος ο Καλύβας οργώνει και η γυναίκα του, μ’ έναν κασμά φαγωμένο, σκάβει όσο
αφήνει τ’ αλέτρι χέρσο. Οι αγελάδες σκύβουν και τεντώνουν το σβέρκο τους, σαν
τις χελώνες, στυλώνουν τα πόδια, καμπουριάζουν τη ράχη, βάζουν δύναμη. Από την
κούραση τρέχουν τα σάλια και τα μεγάλα αθώα μάτια τους είναι τόσο υγρά, που λες
και κλαίνε. Πάνε δυο-τρεις δρασκελισιές και σταματούν. Ο ζευγίτης κουνάει τ’
αλέτρι δεξιά – αριστερά, χουγιάζει, χτυπάει, το τραβάει πίσω, το
ξεσκαλώνει....»
«Το φθινόπωρο ήταν πολύ ανάποδο. Απ’ τον Τρυγητή κιόλας χιόνισε
στις βουνοκορφές κι ύστερα έβαλε ξεροβόρι, που το κράτησε συνέχεια βδομάδες. Σύννεφα αλαφρά, χτενισμένα, βαμβακερά έτρεχαν
μέρα-νύχτα στον ουρανό, παίζοντας κυνηγητό, στιβάζονταν χαμηλά στον ορίζοντα, κατά το νοτιά, και
καρτερούσαν να αλλάξουν δρομολόγιο, μόλις θα έκοβε ο βοριάς. Τα φύλλα των
δέντρων κάηκαν, προτού κιτρινίσουν καλά και, αντί να πέσουν στο χώμα, έμειναν
τσουρουφλισμένα απ’ το κρύο πάνω στα κλαδιά. Ο καιρός από τη ξέρα του
καλοκαιριού πήδηξε απότομα στην παγωνιά κι ο τόπος δεν έβγαλε χορτάρι. Η γης με
τις ανοιχτές πληγές της – τους γκρεμούς, τα στεφάνια, τα ξεκόμματα, τα γυμνά
χωράφια – ασχήμυνε και σου γέμιζε τη ψυχή άγχος...»
Ανάμεσα σε όλες αυτές θα ξεχωρίσω τη σπαρακτική σκηνή των
αντιποίνων με τη θανάτωση των μικρών παιδιών.
«Πρώτο άρπαξαν ένα κοριτσάκι ως 9 χρονώ. Κει που σπαρταρούσε
και κλωτσούσε να ξεφύγει απ’ τα χέρια τους, μαζεύτηκε το φουστανάκι, που το
φορούσε κατάσαρκα , ψηλά στο στήθος και, όπως το κρεμούσαν , σκάλωσε ένα φτερούδι στο σκοινί. Ο γερμανός το έπιασε
απ’ το πόδι και του έδωσε μια σπρωξιά. Και τώρα , καθώς κουνιόταν πέρα- δώθε,
φαίνονταν οι γυμνές αδύναμες σάρκες του
απ’ το λαιμό έβγαινε κάτι σαν φύσημα, σα σφύριγμα, σα λυγμός. Το ρούχο δεν
άφηνε τη θηλιά να σφίξει.
Δεύτερο έπιασαν ένα αγοράκι 5 χρονών με το ξύλινο ντουφεκάκι
του περασμένο στο λαιμό χιαστί. Πάνω στη σαστιμάρα κι αυτό ξέχασε και τα άλλα
δεν το σκέφτηκαν να του πουν να το πετάξει. Ένα τρίτο είχε στην πλάτη μια
απλοχεριά καλαμπόκι ψημένο. Ένα τέταρτο ένα τόπι από παλιομπαλώματα στον κόρφο
του. Τα κοριτσόπουλα εργόχειρα...Το καθένα με τα παιχνίδια του, με τα όνειρα
του, με τον κόσμο του...¨οσα έμνησκαν πίσω δεν μπορούσαν ούτε να κλάψουν, ούτε
να φωνάξουν. Κοίταζαν μαρμαρωμένα, με μάτια
γουρλωμένα, τρελά απ’ τον τρόμο κι άπλωναν κι άπλωναν τα χέρια τους μπροστά σαν ασπίδα,
να φυλαχτούν απ΄το δήμιο, στριμώχνονταν, τραβιούνταν προς τα πίσω κι έπεφταν
στα χέρια του αλλουνού, που ερχόταν απ’ τις πλάτες. Σε δεκαπέντε – είκοσι
τέλειωσε η « ηρωική» πράξη. Εικοσιπέντε
κορμάκια και μια θηλιά άδεια κρέμονταν
απ΄τα δέντρα...»
Ο αφηγητής σε ρόλο παντογνώστη μπορεί και βλέπει τα εξωτερικά
χαρακτηριστικά των ηρώων μέχρι και την
πιο μικρή λεπτομέρεια. Μια ρυτίδα, ένα μορφασμό, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, μια κίνηση.
«Στα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου, ξελασκαρισμένα από την
ένταση και τις έγνοιες, απλωνόταν η γαλήνη. Στο μουστάκι κι ανάμεσα στα φρύδια
έλαμπαν μικρές σταγόνες ιδρώτα. Η χοντρή φλέβα στο λαιμό χτυπούσε ρυθμικά. Το
πλατύ στήθος ανεβοκατέβαινε αργά...»
Έχει όμως και τη δυνατότητα να διαβάζει τις πιο μύχιες σκέψεις των ανθρώπων
διεισδύοντας στον εσωτερικό τους κόσμο και αποδίδοντας όλες τις ψυχικές
διεργασίες και διακυμάνσεις που οδηγούν σε εσωτερικές αλλαγές και αλλαγή τρόπου
σκέψης και συμπεριφοράς. Ψυχογραφεί ο
συγγραφέας τους ήρωες του.
«Είχε μπερδέψει το συμφέρον της τσέπης μερικών με το εθνικό
συμφέρον, το μεγαλείο της Ελλάδας με το φασισμό. Σήμερα το ξέρει, νιώθει τύψη
και πασκίζει να ημερέψει τη συνείδηση. Μα
γιατί η ψυχή γαληνεύει μια στιγμή και πάλι επαναστατεί; Η εσωτερική πάλη τον
τραβάει πιο μακριά, πιο πίσω. Διώχνει τις σκέψεις αυτές, μα, ύστερα από λίγο
χτυπούν ξανά την πόρτα. Ήρθαμε να
ξεκαθαρίσουμε όλους τους λογαριασμούς, διαφορετικά δε θα βρεις ησυχία, θα
τυραννιέσαι σαν τον κολασμένο...»
Μέσα απ’ όλα αυτά αναδεικνύονται οι προβληματισμοί,
προβάλλονται τα μηνύματα και οι στάσεις που χαρακτηρίζουν τις ζωές των
ανθρώπων.
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Μπόσης είναι ζωντανές, βγαλμένες μέσα από τοπικούς
ιδιωματισμούς γεμάτες χρώμα και ήχο. Οι διάλογοι των απλών ανθρώπων αποδίδονται
πιστά. Είναι σαν να τους ακούμε να μιλάνε φυσικά και αβίαστα.
Ένα συγκλονιστικό και συνάμα συναρπαστικό μυθιστόρημα που ανοίγει και κλείνει με την
ίδια περιγραφή του τόπου που έζησε, ονειρεύτηκε και αγωνίστηκε ο Θανάσης
Κραβαρίτης:
«Στο βάθος – μες στην καταχνιά- φαίνεται η κορυφογραμμή σαν αχνή πινελιά. Στην άκρη της οροσειράς,
πάνω απ’ τον γκρεμό- τις Αετοφωλιές- στο Καραούλι του Κλέφτη – δίπλα στη Σπηλιά
τ’ Ανδρούτσου- στέκει ο πεύκος περήφανος. Ο αγέρας τ’ άρπαξε τούτο το πρωινό
ένα κλωναράκι. Μ’ αυτός ψηλώνει και φουντώνει, σειέται και λυγιέται και παίρνει
δύναμη για καινούριο πάλαιμα»
Κώστας Μπόσης, Ο Κραβαρίτης, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1983
Η ανάρτηση αφιερωμένη στον Θ.Κ.Ν."
(Οfisofi)
3 σχόλια:
Καλησπέρα,
Πολλές φορές ευτυχείς συγκυρίες μας οδηγούν στη γνωριμία με συγγραφείς και βιβλία, άγνωστα πριν. Στην επαφή μαζί τους ανακαλύπτουμε κρυμμένους θησαυρούς που όταν έρχονται στην επιφάνεια διαπιστώνουμε την ανεκτίμητη αξία τους.
Ένας τέτοιος συγγραφέας είναι ο Κώστας Πουρναράς(Μπόσης) και ανάλογο το μυθιστόρημά του Ο Κραβαρίτης. Τα συναισθήματα και η συγκίνηση που μού προκάλεσε η ανάγνωσή του μού δημιούργησαν την ανάγκη να γράψω δυο λόγια γι΄αυτό.
Εντελώς ερασιτεχνική η παρουσίαση ακολούθησε απλά τα βήματα του συγγραφέα.
Πολύ όμορφο το δέσιμο με τους πίνακες του Σεμερτζίδη.
Ευχαριστώ από καρδιάς τον διαχειριστή του ιστολογίου για τη δημοσίευση και τα καλά του λόγια.
Καλημέρα Σοφία.
Ένιωσες τους παλμούς της καρδιάς του "Κραβαρίτη" και αυτό φάνηκε στο κείμενό σου. Η εργασία σου είναι αντάξια του βιβλίου.
Καλή δύναμη!
Βαθιά συγκίνηση, νομίζω ότι αυτό είναι ακριβό συναίσθημα...
Δημοσίευση σχολίου