Προχωράμε με καλπασμό στο κέντρο της κόλασης. Οι στρόβιλοί της μας
παρασέρνουν με γληγοράδα και απειλούν να μας καταπιούν όλους μαζί.
Περάσαμε το δεύτερο δεκαήμερο του Φλεβάρη και μπαίνουμε στο τρίτο. Ο
Μπάμπης βρίσκεται στα στερνά του. Πεθαίνει ήρεμα, ήσυχα, χωρίς φασαρίες
και νεύρα, πεθαίνει ηρωικά, ακριβώς όπως και έζησε.
Ήταν μια όμορφη μέρα. Μια αχτίδα περνώντας απ’ το φεγγίτη της πόρτας έπαιξε με τις σκόνες του θαλάμου. Ο Μπάμπης την είδε.
― Είναι καλός καιρός όξω, μου είπε. Θα ’θελα να μου κάνεις μια χάρη. Θα ’ναι η τελευταία.
Η τελευταία έκδοση, το 1995 |
― Ν’ ακούσω.
― Θα ’θελα να με βγάζατε στους μύλους. Ήθελα ν’ αγναντέψω ολόγυρα. Να
δω την απέραντη θάλασσα. Να φτάσει το μάτι πάνω στη Σαμοθράκη, κάτω στη
Σκύρα και πιο μακριά ο νους. Θα ’θελα να πάρω μια εικόνα της φύσης, της
ζωής για τον άλλο κόσμο.
― Μπάμπη, αυτό δε γίνεται. Εδώ πεθαίνουν και δεν έχουμε ποιος να τους
σηκώσει, πώς να σε πάμε σένα και να σε φέρουμε, μάλιστα ζωντανό;
Λυπάμαι πολύ, αλλά αυτό που ζητάς είναι αδύνατο. Ύστερα σαν κι είμαι
πολύ καλύτερα εγώ από σένα;
― Όχι, με παρεξήγησες. Καταλαβαίνω πως αυτό δε γίνεται. Θέλω να με
βγάλετε δω απ’ όξω απ’ το θάλαμο. Μόνο δέκα βήματα. Φώναξε και δυο
άλλους να σε βοηθήσουν. Θα προσπαθήσω να στυλώσω κι εγώ τα ξυλοπόδαρά
μου.
Κι αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Αλλά μπορούσα να χαλάσω το χατίρι
του ετοιμοθάνατου; Με δυο άλλους, με κόπο, σβάρνα – σβάρνα τον τραβήξαμε
δέκα βήματα απ’ το θάλαμο. Στρώσαμε κάτι και τον ξαπλώσαμε, ύστερα
μάζεψα κάμποσες πέτρες και τις έβαλα πίσω του. Πάνω σ’ αυτές ό,τι
κουρέλι είχα διαθέσιμο, κι από πάνω ένα μαξιλάρι κάποιου άλλου που είχε
πεθάνει. Έτσι ήταν μισοκαθισμένος. Τώρα στο φως φάνηκε τι ήταν, χωρίς
καμιά υπερβολή, σωστό σκιάχτρο. Μόνο στις λακκούβες των ματιών του
τρεμόσβηνε μια στάλα ζωή. Αν δεν ήταν αυτή η κατάσταση, αν κάποιος
άπειρος τον έβλεπε κάπου αλλού θα ’βαζε το κεφάλι του στοίχημα πως δεν
είναι άνθρωπος ζωντανός. Κι όμως το σκιάχτρο άνοιξε τα μάτια, κοίταξε
ολόγυρα, σάλεψε τα χείλη και μίλησε.
― Αγνάντεψε, μου είπε. Κει πέρα είναι το Άγιο Όρος. Παρακάτω η
Χαλκιδική. Πίσω η Σαλονίκη κι ο κάμπος της με τα χωριά και τις πολιτείες
του. Χαμηλότερα η Θεσσαλία και πιο πέρα, πιο βαθιά η Ήπειρος. Κάτω η
Αθήνα, η καρδιά μας. Πέρα απ’ το υγρό αυτό στοιχείο είναι ο λαός μας και
πιο μακριά οι λαοί της Οικουμένης. Κι αυτοί πεθαίνουν, μα όχι σαν εμάς,
σκοτώνουν και σκοτώνονται. Πολεμάνε. Από μας πήρανε την ανώτερη χαρά τ’
αγωνιστή να πεθαίνει πολεμώντας. Μας σκοτώνουν δολοφονικά, μπαμπέσικα.
Εγώ δε θα δω νίκη, λευτεριά, πατρίδα. Θα φυλάγω με τους άλλους
συντρόφους μου το βράχο αυτό, δείχνοντας ζωντανά, παραστατικά στις
ερχόμενες γενεές το τι θα πει τρίτος ελληνικός πολιτισμός. Σεις μερικοί,
πολύ λίγοι, ίσως να βγείτε. Αν γίνει αυτό στις μάχες ποτέ να μη
λησμονάτε τον Άη Στράτη. Πρέπει να είναι σύμβολο που θα φλογίζει τις
καρδιές σας, θα σας ατσαλώνει, θα κάνει το χέρι σας να μην τρέμει όταν
θα κτυπάει. Όταν θα θυμόσαστε τη μάχη της πείνας θα σπρώχνετε το μαχαίρι
στην καρδιά του φασισμού χωρίς οίκτο και συμβιβασμό. Η δοκιμασία τούτη
πρέπει να σας απαλλάξει και θα σας απαλλάξει από πολλές ανθρώπινες
αδυναμίες και θα βλέπετε τους φασίστες έξω από χρώμα και εθνικότητα,
γυμνούς. Και θα τους πληρώσετε όπως τους αξίζει. Αν σε κανένα σας
φυτρώσουν αδυναμίες, συμπόνια, μικροαστική φιλανθρωπία, να ’χει την
κατάρα μου και την κατάρα όλων των συντρόφων που αφήνετε εδώ. Κάθε άλλος
που δε δοκίμασε το φασισμό σαν κι εμάς μπορεί να συχωρεθεί. Μα σεις
ποτέ. Αν υποκριτικά, ιησουίτικα χτυπήσουν τη χορδή του ιπποτισμού φέρτε
στο νου σας το Βουδικλάρη, το διαβολόπαπα, το θαλασσόνερο, τα
αγριόχορτα, τα ψοφίμια και θα γίνετε βράχοι. Τραβάτε απ’ τ’ αρχείο της
μνήμης την εικόνα του κεντρικού και θα γίνετε άτρωτοι. Θα βρείτε και
κείνους που μας παράτησαν την ώρα της μάχης. Ο λαός θα τους σχωρέσει.
Εσείς ποτέ!
Άμα θα νικήσετε βάλτε στα βιβλία σας και μια σελίδα μ’ επικεφαλίδα: «
Άη Στράτης». Όχι για να τιμήσετε εμάς. Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε,
πληρώσαμε τα χρέη μας στην ανθρωπότητα, πεθάναμε και τελείωσε. Όχι για
μας. Για σας. Για τα παιδιά μας. Να μάθουν να μισούν το φασισμό τόσο που
να μην χωράει άλλο και να μη συχάσουν αν δεν τον ξεριζώσουν με τη φωτιά
και το σίδερο.
Θα πας και στην πατρίδα. Να πας σπίτι μου, σου εμπιστεύομαι τα παιδιά
μου, όχι να τα θρέψεις, αλλά να τους δείξεις το δρόμο. Θα βρεις τη
γυναίκα μου, μπορεί και να μη ζουν. Αν ζουν πες τους με τι τρόπο πέθανα.
Όχι για να κλάψουν, αλλά για να μ’ εκδικηθούν. Ίσως να μη νιώσουν την
αξία της θυσίας μου. Πρέπει και να τη νιώσουν και να μ’ αναπληρώσουν. Κι
αν πήρανε ή πάρουν στραβό δρόμο πες τους πως τους αφαιρώ τ’ όνομά μου.
Και μια χάρη ακόμα. Άμα ζήσεις να γράψεις δυο λέξεις για τον Άη
Στράτη. Πρέπει να μάθει καθένας πως η λευτεριά δεν κερδίζεται με λόγια
αλλά με θυσίες, μ’ αίμα. Σάρκες ανθρώπινες θέλει το δέντρο της λευτεριάς
να ριζώσει.»
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά (Μπόση): “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941”. Διαβάστηκε στην εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Κώστα Πουρναρά (Μπόση) στην Ανέζα Άρτας, το Σάββατο 23 Γενάρη 2016 (αναλυτικό φωτο-ρεπορτάζ ΕΔΩ). Την εκδήλωση διοργάνωσαν ο Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας, ο Σύλλογος Γυναικών Αμβρακικού και το ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ. Το κείμενο διάβασε η νηπιαγωγός Αφροδίτη Κατσαούνου, μέλος του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας.
Αναδημοσίευση από το ΑΤΕΧΝΩΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου