Στις
2 Απριλίου του 1994 έφυγε από τη ζωή ο δάσκαλος, ο λογοτέχνης, ο αγωνιστής
Κώστας Πουρναράς (Μπόσης). Γεννημένος στην Κυψέλη Άρτας το 1908, βρέθηκε στα
Γιάννενα μερικά χρόνια αργότερα ως σπουδαστής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Ήταν
δάσκαλος. Οργανώθηκε στο ΚΚΕ και διώχτηκε από τη δικτατορία του Μεταξά.
Εξορίστηκε στον Αη Στράτη, δραπέτευσε το 1942 και στη συνέχεια κατατάχτηκε στις
γραμμές του ΕΛΑΣ.
Μαχητής
του Δημοκρατικού Στρατού στο δεύτερο αντάρτικο ακολούθησε,βαριά τραυματισμένος,
τους δρόμους της πολιτικής προσφυγιάς μετά την ήττα. Ο δρόμος τον βγάζει πρώτα
στην Τασκένδη και στη συνέχεια στη Ρουμανία. Οι συνθήκες είναι διαφορετικές και
επηρεάζουν καταλυτικά τη ζωή του και το λογοτεχνικό του έργο. Στην Ελλάδα δεν επέστρεψε ποτέ παρά μόνο ως
στάχτη το Σεπτέμβρη του 1994.
Σπουδαίος
λογοτέχνης, ο οποίος αν και ανήκει στη νέα γενιά των λογοτεχνών που ξεπήδησαν
μέσα από τους αγώνες του λαού μας στην Κατοχή και στην Αντίσταση, το κυρίως
λογοτεχνικό του έργο εντάσσεται στην πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων.
Η
πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε από τους
λογοτέχνες εκείνους που βρέθηκαν στις λαϊκές δημοκρατίες μετά την ήττα του ΔΣΕ.
Οι λογοτέχνες αυτοί εμπνέονταν από την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο,
τις φυλακίσεις και τις εξορίες των κομμουνιστών στην Ελλάδα. Μερικοί
αναφέρονται και στην προπολεμική περίοδο θέλοντας να παρουσιάσουν τις συνθήκες
που οδήγησαν στον Εμφύλιο. Υπάρχει και μια μικρή ομάδα έργων που αναφέρεται στη
ζωή των πολιτικών προσφύγων στις χώρες που ζούσαν.
Κοινή
προσπάθειά τους η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και της πολιτιστικής τους
ταυτότητας. Τα έργα τους δεν έγιναν γνωστά στην Ελλάδα, εκτός από ορισμένα,
λόγω της θεματολογίας τους και των ιδιαίτερα δύσκολων συνθηκών στην επικοινωνία
τους με την πατρίδα. Επιπλέον αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι από τα μέσα της
δεκαετίας του 1950 η λογοτεχνική παραγωγή των πολιτικών προσφύγων και οι
εκδόσεις τους υποχωρούν σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί το έργο των λογοτεχνών
στην Ελλάδα. Πολλά από τα έργα των πολιτικών προσφύγων δεν κυκλοφόρησαν ποτέ σε
ελληνικό έδαφος και ελάχιστα εκδόθηκαν μετά από χρόνια. Έτσι παρέμειναν
άγνωστα.
Στη
μνήμη του ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημά του Ο Θωμάς ο Καρατζάς. Το
έγραψε το 1971 αλλά εκδόθηκε το 1978. Πρόκειται για μια τοιχογραφία της
νεότερης ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας από το 19ο αιώνα έως και τα
μεταπολεμικά χρόνια. Παράλληλα με την πορεία των ηρώων του παρακολουθούμε και
την διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης του συγγραφέα. Με τη φωνή των προσώπων του
μυθιστορήματος αναπτύσσει τις απόψεις του σε κρίσιμα ζητήματα του
κομμουνιστικού κινήματος και των γεγονότων που ακολούθησαν την Εθνική
Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο.
***
Ψηλά
στο δασάκι κάθονταν οι δυο τους. Τα μάτια της - υγρά, φωτεινά - λάμπουν σαν τον
πρωινό ξάστερο ουρανό. Το πρόσωπο του άντρα είναι σοβαρό και δείχνει πως κάποια
σκέψη τον βασανίζει. Αυτά τα χρόνια εκείνη υπόφερε. Κόντεψε να πεθάνει. Τότε,
όταν χώρισαν, φοβήθηκε μήπως τη γονατίσουν οι δυσκολίες. Αργότερα, στη δίκη,
πίστεψε πως το κακό είχε γίνει. Και σήμερα τη βρήκε πιο ήρεμη κι αποφασισμένη
να συνεχίσει το δρόμο κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, όμως τούτη η κατάσταση
δεν πρέπει να συνεχιστεί.
-
Να εκμεταλευτούμε την αναλαμπή, μουρμούρισε κάποια στιγμή. Αν περιμένουμε να
τελιώσει πρώτα ο αγώνας!...Κι αυταπάτες δεν πρέπει να έχουμε. Οικογένεια, όπως
τη φανταζόμαστε όταν είμασταν νέοι, δεν πρόκειται να φτιάξουμε...Έτσι, χώρια,
πιο δύσκολη γίνεται η ζωή μας...Να προσαρμοστούμε στις συνθήκες...
Η
Κατίνα τον κοιτάζει επίμονα. Με αιματηρές οικονομίες είχε μαζέψει λίγα λεφτά
και σχεδίαζε να του κάνει κάποια έκπληξη. Τώρα έμπαιναν άλλα έξοδα στη μέση. Ο
Γιώργος σα να μάντεψε τη σκέψη της.
-
Λέω να κάνουμε το γάμο στο χωριό. Είναι η μόνη χαρά, που μπορούμε να δώσουμε
στους γέρους...Μου έστειλε ο Λευτέρης ένα δικό του κοστούμι μεταχειρισμένο. Ο
μπάρμπα - Στέφος θα το φέρει στα μέτρα μου...Εσένα σου χρειάζεται ένα φουστάνι,
έστω και φτηνό. Παπούτσια, κάνουν κι αυτά που έχεις...
Οι
κοπέλες, χρόνια και χρόνια ονειρεύονται τη μέρα της παντριάς: Φορέματα,
στολίδια, τραγούδια και βιολιά, πλούσια γαμήλια πομπή...Και η ζωή τα φέρνει,
όπως τα θέλει αυτή. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Τυχαίνει να παντρευτούν δυο νέοι
από αγάπη και να ξανοίγεται μπροστά τους χαρούμενη ζωή, όμως στις περισσότερες
περιπτώσεις - για το φτωχόκοσμο γίνεται λόγος - ο γάμος μετατρέπεται σε σκληρή
ανάγκη, σε παζάρεμα για το αύριο...Στα δικά τους αισθήματα δεν υπήρχε τίποτα
απ' αυτά. Η Κατίνα δεν ήταν σήμερα κοπέλα 18 χρονώ και κείνα τα νεανικά όνειρα
- κι αν υπήρχαν κάποτε - έσβησαν από καιρό. Και τα άλλα τα πιο φτωχά, να
γινόταν ησυχία, να είχαν κι αυτοί ένα δικό τους δωματιάκι, έστω και
νοικιασμένο, να χώριζαν το πρωί για δουλιά, σφίγγοντας τα χέρια, να βιάζονταν
τα βράδια να ανταμώσουν, να φρόντιζαν το μικρό τους νοικοκυριό...και δίπλα να
προσφέρναν κι αυτοί το δικό τους μερτικό στον αγώνα, πάνε κι αυτά. Και το αύριο
μόνο φουρτούνες θα έχει. Στον ένα χρόνο, στα δυο και αραιότερα θα συναντιούνται
μια φορά, ύστερα θα χωρίζουν πάλι και θ' αρχίζουν ξανά οι πίκρες, η αναμονή, η
αγωνία...Και θα ανταμώνουν πάλι, αν δεν μεσολαβήσει και τίποτε χειρότερο, και
πάλι θα τραβάει ο καθένας το δικό του δρόμο. Κι έπειτα από κάμποσα χρόνια θα
είναι γέροι πια και θα συλογιούνται με πόνο πως έφυγαν τα νιάτα, σε λίγο θα
φύγει κι η ζωή, κι αυτοί δεν τα κατάφεραν να ανταμώσουν. Και η παντριά δεν θα
άλαζε την κατάσταση, κι όμως, τούτη η απλή λύση τής έφερε ανείπωτη χαρά. Εκεί
στην Ακρόπολη, όπου συναντήθηκαν την πρώτη φορά, θα ζούσαν μαζί, όσο θα
βαστούσε η αναλαμπή, και, όταν θα ξεσπούσε πάλι μπόρα, θα είχε το δικαίωμα να
επισκεφτεί τον άντρα της στο κρατητήριο, στη φυλακή ...να του στείλει ένα
γράμμα, ένα δέμα...να μοιράζεται μαζί του τις χαρές και τις λύπες...
-
Αύριο κιόλας, αποκρίθηκε κι απότομα σώπασε. Απ' τη ματιά της πέρασε μια σκιά.
Αύριο κιόλας, δευτέρωσε, αλλά, αν κάνουμε παιδιά, τι θα γίνουν;
-
Θα μεγαλώσουν, όπως μεγαλώσαμε κι εμείς, όπως μεγαλώνουν τα παιδιά όλου του
κόσμου. Ο αγώνας θα έχει κι ένα σκοπό περισότερο δικό μας. Θα μας δίνουν
κουράγιο στις δύσκολες στιγμές...
*Ο
τίτλος από το τραγούδι Τίποτα δεν πάει
χαμένο σε στίχους του Μανόλη Ρασούλη
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο ofisofi
1 σχόλιο:
Απέραντη θλίψη... Ζωές θυσιασμένες. Κι έρχεται αυθόρμητα το ερώτημα " άξιζε;". Κι απαντάω ναι ενώ ξέρω ότι η ζωή είναι μοναδική για τον καθένα. Γιατί δεν μπορώ να ακυρώσω τη θυσία τους.
Δημοσίευση σχολίου