Ανυπόφορη βώχα και ζέστη. Η πόρτα δεν έχει παραθυράκι να γίνεται ρεύμα και να φεύγει ο βρώμικος αέρας. Οι μύγες κάθονται στη «βούτα», ανεβοκατεβαίνουν στους τοίχους κι όταν αυτός ξεχνιέται ή ξαπλώνει και κλείνει τα μάτια, πέφτουν απάνω του να τον φάνε. Τη νύχτα έχει να κάνει με τους κοριούς και τα ποντίκια. Για να ξεφύγει απ’ το σήμερα, αναπολεί τα περασμένα. Άνθρωποι, πράγματα και γεγονότα, παλιά και καινούργια, μικρά και μεγάλα, μπαίνουν στο ίδιο καζάνι, ανακατεύονται, σμίγουν, χωρίζουν και πάλι σμίγουν, χάνονται και πάλι παρουσιάζονται… Η αμαρτωλή Ρώμη με τις μηχανοραφίες της, τα εγκλήματα και τον εκφυλισμό της… παιδεύεται να κρατηθεί στην εξουσία και οι δούλοι με το Σπάρτακο παλεύουν να τη ρίξουν… Ένας κόσμος πεθαίνει κι απ’ τα συντρίμια του γενιέται ένας άλλος… Αλάζει η μορφή, το χρώμα, η εποχή… όμως η πορεία μένει η ίδια: Σκληρή, ματωμένη, ανοδική…
Σε τούτα τα χρόνια γράφτηκε μια απ’ τις μεγαλύτερες σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας. Απ’ τους πάγους και τις τούντρες του βοριά κι ως τις τραχές ακτές της Αδριατικής, κι απ’ τον ένα ωκεανό ως τον άλλο, εκατομύρια άνθρωποι χαίρονται τη λευτεριά τους… Και η πατρίδα μας με τις πολλές πέτρες και το λίγο χώμα, τ’ αμέτρητα βουνά και τα δαντελωτά ακρογιάλια, τις ελιές και τα αμπέλια… κράτησε με τιμή το δικό της χαράκωμα. Μεγάλωσε και φάρδυνε, και δυνάμωσε και ψήλωσε η ψυχή του λαού της… Όμως η αντίδραση, λόγω των δικών μας αδυναμιών, φάνηκε ικανότερη κι αυτός, ένας απ’ τους πολλούς, βρίσκεται τώρα στο απομονωτήριο… Πολλοί σύντροφοι πέθαναν στις φυλακές, στις εξορίες, στο πεζοδρόμιο… με τον καημό να έβλεπαν τη Μεγάλη Μέρα. Αυτός, φυσικά με κάποιες παραλαγές, την είδε και τη χάρηκε… Αλλά σαν άνθρωπος…
Όσο κι αν παιδεύεται, όποιο μονοπάτι κι αν πάρει, όσο μακριά κι αν πάει, γυρίζει πάλι στο κελί. Το σήμερα τον κρατάει γερά γαντζωμένο στα νύχια του… Η ζωή τ’ ανθρώπου κρέμεται κάποτε από ένα τυχαίο γεγονός. Αν βρισκόταν ο μπαρμπα-Θωμάς στο Περιστέρι, θα έπαιρνε το ραβδί του, θα έμπαινε μπροστά και μέσα από χαράδρες και γκρεμούς θα τον περνούσε πέρα απ’ το ποτάμι… Το Λευτέρη θα τον ντουφεκίσαν, πόσο θα πονέσουν οι καημένοι γέροι απ’ το καινούργιο χτύπημα!... Κι ο δικός του ο γέρος! Καρτερούσε κι αυτός τη Λευτεριά…
Ψηλά, κοντά στο τσιμεντένιο νταβάνι, είναι ο φεγγίτης. Τον κοιτάζει με παράπονο. Να μπορούσε να έφτανε ως εκεί! Θα έβλεπε τους φυλακισμένους στο προαύλιο… τις απάνω γειτονιές της Πολιτειούλας… ίσως και τα βουνά πέρα από τον κάμπο. Θα καθόταν εκεί απ’ τα χαράματα ως το σούρουπο και θ’ αγνάντευε τη ζωή. Επίτηδες έβαλαν το φεγγίτη τόσο ψηλά κι επίτηδες δεν αφήνουν στο κελί ούτε κάθισμα, ούτε κρεβάτι…
Στη φυλακή βρίσκονται πολλοί, Κομμουνιστές, Επονίτες, Ελασίτες… Κατάφεραν ν’ αγοράσουν ένα φύλακα και του έστειλαν βιβλία. Πόσο χάρηκε! Και γρήγορα απογοητεύτηκε. Δεν είχαν τίποτα απ’ το δικό του κόσμο. Τα πέταξε στην άκρη. Καλύτερα να ονειροπολεί. Αυτός, ο Παντελής ο Σαλονικιός, ύστερα από λίγες μέρες θα πάψει να πονάει, να χαίρεται, να σκέφτεται… Αντί να τυρανιέται μ’ αυτές τις σκέψεις, καλύτερα να ασχολείται, όσο μπορεί, με τον αγώνα…
Γιατί χάσαμε την Επανάσταση; Ο άνθρωπος πιστεύει πως οι αντιλήψεις του είναι σωστές. Οι αντίθετες ελέγχουν την ορθότητα… όμως εδώ, είναι μοναχός… Και τι θα προστέσουν οι δικές του γνώμες;! Κι άλλοι σύντροφοι και πολλοί απλοί άνθρωποι κι από παλιότερα ακόμα, μιλούσαν. Τώρα τα έδειξε και η ίδια η ζωή. Το κακό έγινε και δεν ξεγίνεται. Σωστά, αλλά δεν θα ήταν άσχημο, αν υπήρχε δυνατότητα, να ακουστούν και οι γνώμες εκείνων, που περιμένουν στην απομόνωση… Κατανόηση ζητάμε απ’ τις επόμενες γενιές κι όχι συγχωροχάρτι. Να μάθουν, πως πολεμήσαμε για τη λευτεριά του τόπου. Κι όχι μόνο «όσοι χόρεψαν σε μαρμαρένια αλώνια…». Όλοι μας και την ψυχή μας, και τη ζωή μας θα δίναμε, αν απ’ αυτό και μόνο θα εξαρτιόταν η ευτυχία του λαού… όμως χάσαμε τον αγώνα! Γιατί;
Όταν οι καταχτητές πάτησαν τον τόπο μας, το Κόμμα έπιασε αμέσως το χαράκωμα. Το ξεκίνημα, παληκαρίσιο, πατριωτικό, έκλεινε απ’ την αρχή τα στοιχεία της αποτυχίας. «Θάνατος στο φασισμό! Λευτεριά στο λαό!» Τι είδος λευτεριά; Σαν εκείνη την παλιά; «Όλοι στ’ άρματα!». Όλοι! Ποιοι; Θα πολεμούσαν και οι φασίστες και οι πράχτορες του ιμπεριαλισμού και οι εκμεταλευτές των εργαζομένων για τη λευτεριά του λαού; Οι ένοιες μπερδεύτηκαν. Εθνική ενότητα για μας είναι η συσπείρωση των λαϊκών δυνάμεων κάτω απ’ την καθοδήγηση της εργατικής τάξης, του ΚΚ, εθνική πολιτική –η εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
Οι ίδιοι όροι έχουν διαφορετικό νόημα για την αστική τάξη, που θα δεχόταν ενότητα μ ό ν ο κάτω απ’ τη δική της καθοδήγηση και μ ό ν ο για τα δικά της συμφέροντα. Κοινή λευτεριά και γι’ αυτή και για τους εργαζόμενους δεν υπάρχει. Στις γραμμές του ΕΑΜ πετύχαμε την ενότητα του Έθνους. Με κόπο κι αίμα χτίχαμε το δικό μας κράτος και παραδίναμε τα κλειδιά του στην αντίδραση… Στα χρόνια της κατοχής μπήκαν στο Κόμμα εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες, μικροαστοί, διανοούμενοι με τις αντιλήψεις τους, την ψυχολογία τους… και το Κόμμα, αντί ν’ ανεβάσει το ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο των καινούργιων μελών, αντί να προσανατολίσει τις εαμικές μάζες προς την κοινωνική απελευθέρωση, προσαρμόστηκε στις μικροαστικές αντιλήψεις της βάσης, έχασε τον ταξικό του χαρακτήρα.
Πίσω απ’ την πολιτική της «Εθνικής Ενότητας» ξέχασε την ταξική πάλη… Πίκρα και οδύνη προκαλούν οι τρεχάλες, οι ικεσίες για ενότητα με τον ΕΔΕΣ, την ΠΑΟ, τον Παπαδόγκωνα, την κυβέρνηση του Καΐρου, ακόμα και με τα Τάγματα Ασφαλείας, δηλαδή ενότητα με τους καταχτητές, τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και την ντόπια αντίδραση… Και η πίκρα γίνεται πιο οδυνηρή, όταν αναλογίζεται, πως η αντίδραση και μέσα κι όξω απ’ την Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας το κίνημα ταξικά, προσπαθούσε να το συντρίψει μ’ όλα τα μέσα… Οι όρκοι πίστης στην «Εθνική Ενότητα», στην «ομαλή εξέλιξη», τα παρακάλια, οι κατάρες και τα αναθέματα για τις… παρασπονδίες της αντίδρασης, η κατά κόρο επανάληψη πως είμαστε κατά του εμφυλίου πολέμου –που στην ουσία βαστούσε απ’ την αρχή ως το τέλος της κατοχής—τα κλαψουρίσματα έδειχναν αδυναμία, σύγχυση, πανικό κι όχι… εθνική μεγαλοψυχία. Εθνική μεγαλοψυχία και παληκαριά και προσήλωση στην ομαλή εξέλιξη και νομιμοφροσύνη θα δείχναμε, αν βοηθούσαμε το λαό να πάρει την εξουσία, να απαλαγεί από κάθε ζυγό, εθνικό και κοινωνικό. Στη δική μας «ευγένεια», στο δικό μας «ανθρωπισμό» η αστική τάξη απάντησε με αφάνταστη θηριωδία…
Η Επανάστασή μας, απ’ την ίδια την ιστορική εξέλιξη, ήταν εθνικοαπελευθερωτική, αντιιμπεριαλιστική στο πρώτο στάδιο και αστικοδημοκρατική στο δεύτερο. Την έκανε η εργατιά, η αγροτιά, τα μεσαία στρώματα -ο λαός- με το ντουφέκι, με το τραγούδι, με την ψυχή τους, με το αίμα τους… Σπάνια μια επανάσταση θα πετύχει τόσο ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες, όμως οι υποκειμενικές!... Το Κόμμα δεν ήταν σε θέση να κρατήσει την εξουσία, ούτε και πάλεβε για την εξουσία. Και το τραγικότερο, την εξουσία που τη δημιουργούσε αντικειμενικά ο αγώνας, την παράδωσε στον ταξικό εχθρό. Η πολιτική του ήταν δεξιο-οπορτουνιστική και η ήτα της Επανάστασης αναπόφεχτη.
Μια αχτίδα χτύπησε τον τοίχο. Ώσπου να σβήσει, θα περάσουν 12 λεφτά. Ύστερα θα τον βγάλουν να κάνει λίγες βόλτες και θα τον κλείσουν πάλι. Μια μέρα φεύγει κι έρχεται η νύχτα και θα ρθει ξανά μια άλλη μέρα. Πέρασαν δυόμιση εβδομάδες, χωρίς να του απαγγείλουν καμιά κατηγορία. Μήπως… Ζωντάνεψε κάποια ελπίδα. Έστω και στο μπουντρούμι… Μόνο στον τάφο δεν υπάρχει ζωή…
Άνοιξε η πόρτα. Ο φύλακας φοβισμένος, άφησε ένα δέμα στο τσιμέντο. «Το στέλνουν οι άλλοι», είπε κι έφυγε γρήγορα-γρήγορα. Το ξετύλιξε. Ρούχα και παπούτσια. Κοίταξε τα δικά του. Τριμένα-λερωμένα. «Σας ευχαριστώ σύντροφοι, μουρμούρισε με πίκρα, μόνο που εδώ δε μου χρειάζονται». Κι απότομα τα μάτια του γέμισαν μελαγχολία. Ζύγωσε και χτύπησε την πόρτα. Φάνηκε ο σκοπός.
-Να με πάτε στον κουρέα. Μ’ έφαγαν τα μαλιά και τα γένια.
Η επόμενη μέρα ήταν μεγαλύτερη απ’ τις άλλες. Έφεξε απ’ τις τέσερες και μισή. Σηκώθηκε μόλις ξημέρωσε. Έβγαλε τα ρούχα του, τα δίπλωσε, τα κράτησε λίγο στο χέρι, τα κοίταξε με αγάπη και τα’ απίθωσε στη γωνιά. Αποχωριζόταν ένα κομάτι της ζωής του. Τώρα και το μπουντρούμι του φαίνεται ζεστό, στοργικό, δικό του. Δε θέλει να το εγκαταλείψει. Ντύθηκε το καινούργιο κοστούμι, φόρεσε το κασκέτο λίγο στραβά, τα παπούτσια… Κατά τις 7 ήρθαν.
-Ετοιμάσου!
-Έτοιμος είμαι.
Στο γήπεδο έπαιζαν μπάλα.
-Γεια-χαρά σας Αετόπουλα! Φώναξε σε κάμποσα παιδιά, που στέκονταν στην είσοδο.
Εκείνα χαμήλωσαν τα μάτια και παρακολουθούσαν βουβά τη συνοδεία που ξεμακραίνει, πλήθος κόσμου πηγαινοέρχεται στους δρόμους, πολλοί τον γνωρίζουν. Τούτος σκύβει το κεφάλι, κείνος γυρίζει τα μάτια αλλού. Άλλοι λυπούνται τα νιάτα του κι άλλοι καμαρώνουν τη λεβεντιά του…
Απ’ τις φυλακές, όξω απ’ την πόλη, τον μετάφεραν επίτηδες ποδαρόδρομο στο δικαστήριο, που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Στο πρόσωπο ενός ανθρώπου κακοντυμένου, τσακισμένου, κακομοίρη… θα έβλεπε ο κόσμος τον παλιό καπετάνιο, την κατάντια του κινήματος. Ο Παντελής ήταν τότε 46 χρονώ και δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα στα μαλιά. Μουστάκι μαύρο-ψαλιδισμένο, μάτια μεγάλα-γελούμενα, πρόσωπο στρογγυλό χωρίς ρυτίδες, κοστούμι σιδερωμένο, γραββάτα κόκκινη-καλοδεμένη, παπούτσια λουστρισμένα… Ντυμένος σα να πήγαινε σε πανηγύρι. Μα κείνο που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν η επιβλητικότητα, η περηφάνια που είχε το βλέμα του, το περπάτημά του.
Ο Στατεράς, στρατοδίκης τώρα, στο διάλειμα του έστειλε ένα σημειωματάκι. «Κάνε μια αποκήρυξη, του έγραφε, έστω και τυπική και μόνο του καινούργιου αντάρτικου, να έχω ένα στοιχείο και θα προσπαθήσω να σου γλυτώσω το κεφάλι». Ο Παντελής το διάβασε, το έχωσε στην τσέπη και σηκώθηκε.
Ο πρόεδρος κατάλαβε , γιατί γέμισε η αίθουσα και δεν τον άφηνε να απολογηθεί. Πάσχιζε να τον περιορίσει σε στερεότυπες απαντήσεις κι ο Σαλονικιός, μέσα από διακοπές και τσακωμούς, προσπαθούσε να πει ό,τι νόμιζε πιο απαραίτητο.
-Είμαι περήφανος για το Κόμμα μου. Στο Έπος της Εθνικής Αντίστασης θα βρεις τους αγώνες του, τις θυσίες του, τα ιδανικά του… Όπως πάντοτε, έτσι και στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς. Μόνο αυτό βρέθηκε δίπλα στο λαό και, μπαίνοντας μπροστά, έδειξε στο Έθνος το δρόμο της σωτηρίας, της τιμής… Όταν η χιτλερική μπότα σουλατσάριζε προκλητικά στις αχτές της Μάγχης και πάγωνε τις καρδιές των Εγγλέζων, σύσωμος ο λαός μας σήκωνε περήφανα το ανάστημά του ενάντια στο φασισμό… κι όταν κερδίσαμε τη λευτεριά μας με χίλιες-δυο θυσίες, ήρθαν οι «σύμαχοί» μας -οι Εγγλέζοι- και μαζί με τους δικούς μας -λιποτάχτες και συνεργάτες των καταχτητών- μας την πήραν…
Το φταίξιμο είναι δικό μας. Ξεχάσαμε την ακατάλυτη αλήθεια: Ο λύκος δεν παίζει με τα’ αρνί. Ανοίξαμε την πόρτα και, μόλις μπήκε στο μαντρί… Από αγάπη στο λαό, φοβηθήκαμε μη χυθεί λίγο αίμα παραπάνω και θα χρειαστούν καινούργιοι αγώνες, καινούργιες θυσίες, καινούργιο αίμα… Νίκησε η αντίδραση, όμως είναι αδύνατο να γονατίσει ένα λαό, που χάρηκε έστω και για λίγο τη λευτεριά, που ένιωσε τη δύναμή του και κατάλαβε τι είναι ικανός να κάνει…
-Σταμάτα! Αυτό είναι προπαγάνδα κι όχι απολογία, τον έκοψε ο πρόεδρος και, γυρίζοντας στους άλλους ρώτησε:
-Καμιά απορία;
-Για το καινούργιο αντάρτικο τι γνώμη έχεις; Ρώτησε ο Στατεράς.
-Υπογράψαμε το Λίβανο, την Καζέρτα, τη Βάρκιζα, για ν’ αποφύγουμε τον εμφύλιο πόλεμο. Κανένας τίμιος δεν μπορεί να χαρακτηρίσει τις προθέσεις μας για αντεθνικές, αντιλαϊκές. Ήταν μόνο αφελείς-αφελέστατες. Τι ακολούθησε; Πόσες γυναίκες κουρέψατε, βασανίσατε, βιάσατε. Πόσους αγωνιστές δολοφονήσατε! Γέμισαν ξανά οι φυλακές και τα ξερονήσια. Σήμερα δεν μπορείτε να υποτάξετε το λαό με τα παλιά πολιτικά μέσα. Γι’ αυτό το λόγο σπρώξατε συνειδητά, προμελετημένα, το κίνημα στην ένοπλη αναμέτρηση. Αν εμείς μπορούσαμε να αποφύγουμε τη σύγκρουση, θα το κρίνει το κόμμα μου κι όχι εγώ στο Στρατοδικείο…
Για να μη δημιουργηθεί καμιά παρανόηση σχετικά με τη στάση του Στατερά, πρέπει να αναφερθεί πως η απόφαση με δική του επιμονή, πάρθηκε ομόφωνη.
Στο γλυκοχάραμα βγήκε η συνοδεία απ’ την πόλη. Πήρε το φιδωτό-ανηφορικό δρομάκι κι έφτασε στο υψωματάκι της Αγίας Τριάδας.
-Η τελευταία σου θέληση; Ρώτησε τυπικά ο επικεφαλής του αποσπάσματος.
-Να τραγουδήσω.
Ο κάμπος χάνεται μες την τωρινή καταχνιά. Στην ανατολή προβαίνει ο ήλιος. Η Πυραμίδα βάφτηκε κιόλας τριανταφυλιά. Μια καινούργια μέρα αρχίζει. Η ζωή με τις χαρές και τις λύπες της, τους καημούς και τα πάθη της, με τις αρετές και τις κακίες της, τραβάει το δρόμο της…
Ο Παντελής έριξε μια ματιά ολόγυρα, ανάσανε βαθιά το πρωινό αγέρι, που κατέβαινε απ’ τις βουνοκορφές, αποχαιρέτησε με μια κίνηση τον τόπο και δεν πρόλαβε να τραγουδήσει παρά μόνο μια στροφή:
«Ψηλά απ’ της Ρωσίας τα χιόνια
θα φυσήξει πάλι ο βοριάς…».
Οι αλήτες μπήκαν στο σπίτι του Σαλονικιού κι όσα δεν μπορούσαν να τα σηκώσουν, τα έκαναν γιαλιά-καρφιά. Κατούρησαν, αποπάτησαν, λέρωσαν τις σκάλες, τα μάρμαρα, τους τοίχους… Δυο βδομάδες αργότερα οι αρχές εγκατέστησαν στο μέγαρο ένα εγγλέζικο τμήμα και περιόρισαν το γέρο σ’ ένα δωμάτιο του ισογείου. Εκεί ζούσε κρεβατωμένος, με την ενίσχυση της Αλληλεγγύης. Κείνο το απόγιομα ένιωθε δυνατούς πόνους στα κόκαλα κι ένα βάρος στην καρδιά. Για να ξεγελάσει τον εαυτό του, παρακάλεσε τη γυναίκα της υπηρεσίας να του φέρει ένα ζεστό. Μπήκε ο ταχυδρόμος και του πέταξε στο κρεβάτι μια εφημερίδα. Στην τρίτη σελίδα ήταν υπογραμμισμένη με κόκινο μολύβι η εκτέλεση. Όταν γύρισε η γυναίκα, στο αχαμνό μάγουλο του γερο-Σαλονικιού δεν είχε στεγνώσει ακόμα το τελευταίο δάκρυ…
(Στην αντιγραφή κρατήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.)
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση «ο θωμάς ο καρατζάς», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου